Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΤΑ "SOS"ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ !

Συγκεντρώσαμε στη συγκεκριμένη ανάρτηση τα σημεία εκείνα του συντακτικού της αρχαίας ελληνικής που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή από τους μαθητές και τους υποψηφίους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποια άλλα δεν είναι εξίσου σημαντικά.

Ο κανόνας ένα ρήμα-μία πρόταση δεν ισχύει πάντα. Καταρχάς υπάρχουν και οι απαρεμφατικές προτάσεις:
Προτάσεις απαρεμφατικές:
    Πρὶν + απαρέμφατο (χρονική).
    Ὥστε + απαρέμφατο (συμπερασματική).
   ἔφ’ ᾧ (ᾧτε) + απαρέμφατο (συμπερασματική).
   Οἷος + απαρέμφατο, ὅσος + απαρέμφατο (αναφορική ή αναφορική-συμπερασματική).

Οι προτάσεις μπορεί να είναι λιγότερες από τα ρήματα, όταν κάποιο από τα ρήματα που έχουμε δεν έχει ισχύ, σημασία ρήματος. Σημειώνουμε τις εξής περιπτώσεις:
Οι προστακτικές ἄγε, ἴθι, φέρε, όταν συνοδεύονται από υποτακτική ή προστακτική μπορεί να έχουν τη σημασία του εμπρός, οπότε δεν θα μας δίνουν πρόταση.
    Π.χ. Ἴθι εἴπωμεν ταῦτα (= εμπρός ας πούμε αυτά).
Τύποι του ρήματος εἰμὶ με διάφορες άλλες λέξεις, κατά κανόνα αναφορικές αντωνυμίες, αποτελούν εκφράσεις και δεν δίνουν πρόταση.
    Π.χ. (Ἔστιν ὅς) ἦλθεν.
      ¯
     τις
Τα ρήματα (εὖ) οἶδ’ὅτι, (εὖ) ἴσθ’ ὅτι, δῆλον ὅτι, όταν μετά το ὅτι δεν ακολουθεί ρήμα έχουν σημασία επιρρήματος (βέβαια, βεβαιότατα) και δεν μας δίνουν πρόταση.
    Π.χ. Εὖ οἶδ’ ὅτι πάντες ὑμεῖς ἐλεεῖτε τοὺς ἀτυχεῖς καὶ ταλαιπώρους ἀνθρώπους.( = Όλοι σας ελεείτε βεβαιότατα, ασφαλώς τους δυστυχισμένους).

Εξαιρέσεις στους υποτακτικούς συνδέσμους

Ο σύνδεσμος ὥστε στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου πάντοτε μας δίνει πρόταση κύρια (όχι δευτερεύουσα) και μεταφράζεται με το επομένως.

Οι αναφορικές αντωνυμίες στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου ισοδυναμούν με δεικτικές και δεν μας δίνουν δευτερεύουσα πρόταση, όταν αναφέρονται στα προηγούμενα. Όταν όμως, αναφέρονται στα επόμενα διατηρούν την αναφορική τους σημασία και μας δίνουν πρόταση δευτερεύουσα.

Ιδιόμορφες περιπτώσεις στο υποκείμενο του ρήματος

Δεῖ τινος (ἔνδεια - υποκείμενο). Έχω έλλειψη από κάτι.
Μέλει μοι τινός (μέλημα, μέλησις - υποκείμ.). Ενδιαφέρομαι για κάτι.
Μεταμέλει τινι τινός (μεταμέλεια - υποκείμ.). Μετανιώνω για κάτι.
Μέτεστι μοί τινός (μετοχή, μετουσία - υποκείμ.). Συμμετέχω σε κάτι.
Παρεσκεύαστό τινι (παρασκευή). Προετοιμάστηκε κάποιος.

- Σημείωση: στις περιπτώσεις αυτές εννοείται για υποκείμενο το σύστοιχο ουσιαστικό, δηλαδή το ουσιαστικό που προκύπτει ετυμολογικά  από το ρήμα. Η δοτική που υπάρχει κοντά του είναι δοτική προσωπική εκτός από το παρεσκεύαστο που είναι ποιητικό αίτιο και η γενική που υπάρχει κοντά τους είναι αντικείμενο εκτός από το μεταμέλει που είναι της αιτίας.

Έλξη του αναφορικού

Αναφορική έλξη έχουμε όταν η αναφορική αντωνυμία αντί να μπει σε πτώση αιτιατική, γιατί έτσι απαιτεί η συντακτική της θέση, μπαίνει σε γενική ή δοτική επειδή επηρεάζεται (έλκεται) από προηγούμενη γενική ή δοτική.
Π.χ.   Ἐπιμελεῖται τῶν ὅπλων ἅ ἔλαβεν. (χωρίς έλξη).
          Ἐπιμελεῖται τῶν ὅπλων ὧν ἔλαβεν. (με έλξη).
  Όταν όμως στη θέση της γενικής ή δοτικής από την οποία επηρεάζεται η αναφορική αντωνυμία, έχουμε τύπο της δεικτικής αντωνυμίας, τότε η αναφορική αντωνυμία δεν παίρνει μόνο την πτώση της δεικτικής αλλά συγχρόνως και τη θέση της.
Π.χ. Ἐπιμελεῖται (τουτῶν ἅ) ἔλαβεν.
                                      ὧν    
        Χρῆται (τούτοις ἅ) ἔλαβεν.
                             οἷς

Αντίστροφη έλξη ή ανθέλξη

Είναι το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο αντί να επηρεαστεί η αναφορική αντωνυμία από προηγούμενη λέξη, επηρεάζεται η προηγούμενη λέξη από την αναφορική αντωνυμία.
Π.χ.Τὴν οὐσίαν ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ μεγάλη εστί.
       ( θα έπρεπε να λέει ἡ οὐσία).

Ιδιόμορφες περιπτώσεις Επιθετικού προσδιορισμού

  Με τα ουσιαστικά ἀνήρ, γυνή, ἄνθρωπος, άλλα ουσιαστικά που αναφέρονται στα συγκεκριμένα και σημαίνουν ιδιότητα, επάγγελμα, εθνικότητα, είναι σ΄ αυτά επιθετικοί προσδιορισμοί.
Π.χ.   - Γέρων ἀνήρ.
- Ἀνὴρ Πέρσης ή Πέρσης ἀνήρ.

Όταν ανάμεσα σε άρθρο και ουσιαστικό υπάρχει επίρρημα ή γενική πτώση ή εμπρόθετος θα είναι πρώτα μαζί με το άρθρο επιθετικός προσδιορισμός στο ουσιαστικό και στη συνέχεια θα το εξετάζουμε χωριστά ως επίρρημα ή ως γενική ή ως εμπρόθετο προσδιορισμό.
Π.χ.   - Οἱ νῦν ἄνθρωποι.
- Ὁ τοῦ βασιλέως θρόνος.
- Τὰς κατὰ νόμον ἡδονάς. (εμπρόθετος προσδιορισμός του τρόπου ή της συμφωνίας).

Επιμεριστική παράθεση ή παραθετικό επιμερισμό ή σχήμα καθ’ όλον και μέρος έχουμε, όταν το σύνολο και τα μέρη είναι στην ίδια πτώση. Τότε τα μέρη είναι στο σύνολο επιμεριστικές παραθέσεις (παραθέσεις που επιμερίζουν το σύνολο).
    Π.χ. Οἱ στρατιῶται οἱ μὲν ἡμίσεις ἐπορεύοντο, οἱ δὲ ἡμίσεις ἀνεπαύοντο.


           ( τῶν στρατιωτῶν )            Επιμεριστικές παραθέσεις
Κανονικά το σύνολο θα έπρεπε να τίθεται σε γενική διαιρετική.

Προεξαγγελτική παράθεση: Όταν η παράθεση αναφέρεται σε ολόκληρο νόημα και όχι σε μια λέξη, τότε κανονικά προτάσσεται τότε μιλάμε για προεξαγγελτική παράθεση. Ως τέτοιες παραθέσεις χρησιμοποιούνται διάφορες στερεότυπες φράσεις.
    Π.χ. Τὸ λεγόμενον, τὸ αἰσχρότατον, τὸ δεινότατον, τοὐναντίον, τὸ τοῦ ποιητοῦ, τὸ τοῦ Ὁμήρου.
    Π.χ. – Τὸ δεινότατον πάντων, τέθνηκεν Ἰοκάστη

Ιδιόμορφες περιπτώσεις Επεξήγησης
Συχνά επεξηγείται  το ουδέτερο των αντωνυμιών . Π.χ. Λέγω ὑμῖν τοῦτο, ὅτι ἦλθεν Κῦρος.
Ως επεξηγήσεις πέρα από ουσιαστικά χρησιμοποιούνται και άλλα μέρη του λόγου π.χ. απαρέμφατα, δευτερεύουσες προτάσεις κτλ.
    Π.χ. Εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.
 Συχνά η επεξήγηση, για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση, χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με το ρήμα λέγω, ως αντικείμενο του ρήματος αυτού.
    Π.χ. Ἀπέκτειναν τὸν ἄνθρωπον, Σωκράτην λέγω.

Προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο αποτελέσματος: Το συναντάμε κοντά σε ρήματα που δηλώνουν αύξηση, εξέλιξη και ως τέτοιο κατηγορούμενο χρησιμοποιείται η λέξη μέγας.
    Π.χ.- Ὁ Φίλιππος ηὔξετο μέγας.
           - Τὸ ὕψος τοῦ τείχους ᾔρετο μέγα.
    Ρήματα από τα οποία συνήθως εξαρτάται  το προληπτικό κατηγορούμενο είναι τα:αἴρομαι, αὔξομαι, τρέφομαι, ῥέω, πνέω κτλ.

Επιρρηματικό κατηγορούμενο: Το επιρρηματικό κατηγορούμενο δεν είναι επίρρημα αλλά ομοιόπτωτος προσδιορισμός στη λέξη που αναφέρεται. Το λέμε επιρρηματικό γιατί μας δίνει και μία επιρρηματική ιδιότητα (βρίσκεται ως συνήθως κοντά σε ρήμα κίνησης).

Επιρρηματικό Κ. τρόπου: Χρησιμοποιούνται συνήθως οι λέξεις ἑκών - ἑκοῦσα - ἑκόν, ἄκων - ἄκουσα - ἆκον, ὑπόσπονδος, ἐθελούσιος, ἄκριτος  (=χωρίς δίκη, κρίση) και ἄσμενος (=με χαρά).
        Π.χ. Ἄσμενός σε ἑώρακα.

Επιρρηματικό Κ. σειράς-τάξης: Χρησιμοποιούνται τα αριθμητικά: πρῶτος, δεύτερος…τελευταῖος.
        Π.χ. Ξενοφὼν ἀφίκετο πρώτος.
   
Επιρρηματικό Κ. σκοπού: Χρησιμοποιείται συνήθως η λέξη βοηθός.
        Π.χ. Αἱ νῆες ἦλθον βοηθοί.
    
 Επιρρηματικό Κ. χρόνου: Χρησιμοποιούνται οι λέξεις ἑωθινός, ὄρθριος, ὄόψοιος,  δευτεραῖος, τριταῖος.
        Π.χ. Οἱ στρατιῶται ἦλθον ἑωθινοί.

Επιρρηματικό Κ. τόπου:
        Π.χ. Πελάγιος ἔπλευσεν  Ἀλκιβιάδης.
   
Επιρρηματικό Κ. ποσού: Χρησιμοποιείται συνήθως η λέξη ἁθρόος.
        Π.χ. Οἱ στρατιῶται εἵποντο ἀθρόοι.

Κατηγορούμενο αντικειμένου
Τα ρήματα που έχουν τη σημασία του λέγω, νομίζω, ποιῶ, ὀνομάζω, θεωρῶ ακολουθούνται από  δύο αιτιατικές από τις οποίες είναι η μία στην άλλη κατηγορούμενο.
                          Α.          Κ.(αντικειμένου)
Π.χ. Ὀνομάζω τοῦτον μαθητήν.
Κατηγορούμενο του αντικειμένου παίρνει και το ρήμα χρῶμαι αλλά με δύοδοτικές.
                           Α.          Κ.(αντικειμένου) 
  Π.χ. Χρῶμαι τούτοις τεκμηρίοις. 
Κατηγορούμενο του αντικειμένου αλλά με δύο γενικές παίρνει και το ρήμα τυγχάνω (σπάνια περίπτωση).
                            
 Α.     Κ.(αντικειμένου)   
    Π.χ. Τυγχάνω ἡμῶν ὁμοίων.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ
   Για να έχουμε σύγκριση πρέπει να υπάρχει στο λόγο επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού ή λέξη που έχει μέσα της συγκριτική σημασία (ἕτερος, ἄλλος, ἄλλοιος διάφορος, ἀντίθετος, ἐνάντιος, διπλάσιος, τριπλάσιος,…προαιροῦμαι). Όταν έχουμε σύγκριση, αναζητούμε τους όρους της. Ο πρώτος όρος, δηλαδή αυτός ο οποίος συγκρίνεται, δεν επιδέχεται κανένα περιορισμό·μπορεί να είναι οποιοδήποτε μέρος του λόγου και σε οποιαδήποτε πτώση. Ο β΄ όρος όμως εκφέρεται μόνο με δύο τρόπους: α) με γενική, που ειδικότερα ονομάζεται συγκριτική και β)με το ή το διαζευκτικό και όπως ο πρώτος όρος.
Σημείωση: Όταν όμως η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους όρους που συγκρίνονται είναι πολύ μεγάλη, τότε ο δεύτερος όρος εκφέρεται και με άλλους τρόπους.
Π.χ.   -  ή + εμπρόθετος προσδιορισμός
- ή + απαρέμφατο
- ή + δευτερεύουσα πρόταση ακόμη και κύρια (σπάνια)κτλ.

ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ἐστὶ
1) Μπορεί να είναι συνδετικό, οπότε κανονικά αποδίδει στο υποκείμενο κατηγορούμενο.        Κ.
    Π.χ. Ὁ θεὸς ἐστι πανάγαθος.
2) Μπορεί να είναι υπαρκτικό, οπότε δε δέχεται ή δεν αποδίδει στο υποκείμενο κατηγορούμενο.
                    Επιθ.προσδ. 
    Π.χ. Ἔστι πανάγαθος θεός.
(3) Μπορεί να είναι απρόσωπο (= είναι δυνατό).
    Π.χ. Ἐστι εἰπεῖν ταῦτα.
(4) Μπορεί να είναι μ’ ένα κατάλληλο επίθετο ή ουσιαστικό απρόσωπη
    έκφραση.                 Υ.Ρ.
    Π.χ. Αἰσχρὸν ἐστι εἰπεῖν ταῦτα.

Οι κατηγορηματικές μετοχές με το ρήμα εἰμὶ αποτελούν περίφραση με τη σημασία της μετοχής.
                  Π.χ. Εἰμὶ γράφων = γράφω
           ενώ Εἰμὶ ὁ γράφων = η μετοχή εδώ είναι επιθετική και συντακτικά είναι κατηγορούμενο.
    Σημείωση 2: Με τα ρήματα φαίνομαι, φανερὸς εἰμί, δῆλος εἰμι, λανθάνω, διάγω, διατελῶ, τυγχάνω, οἴχομαι, μεταφράζεται συνήθως η μετοχή με ρήμα και το ρήμα με επίρρημα.
                          Π.χ. - Στράτευμα ἐλάνθανε τρεφόμενον.
                                - Διατελοῦσι τὸ πλεῖστον τῆς ἡμέρας δικάζοντες αὐτοῖς.

Οι μετοχές που είναι σε χρόνο ενεστώτα θα εξετάζονται πρώτα, αν είναι τροπικές

Για τις μετοχές που είναι σε χρόνο αόριστο πρώτα-πρώτα θα εξετάζουμε αν είναι χρονικές ή αιτιολογικές
Για τις μετοχές που είναι σε χρόνο μέλλοντα αρχικά θα εξετάζουμε την εκδοχή της τελικής.
Όταν μια μετοχή έχει κοντά της κάποιο χρονικό επίρρημα εξετάζουμε,  αν είναι χρονική.
Οι αιτιολογικές μετοχές, όταν δηλώνουν αντικειμενική (πραγματική) αιτιολογία, συχνά συνοδεύονται από το ἅτε, οἷον, οἷα + μτχ. Μερικοί δέχονται ότι όταν η αιτιολογία είναι ψευδής η αιτιολογική μετοχή συνοδεύεται από το ὥσπερ. Όταν μια μετοχή συνοδεύεται από το ὡς θα είναι ή αιτιολογική (με υποκειμενική αιτιολογία)( μετάφραση: γιατί τάχα, επειδή τάχα, επειδή δήθεν, σαν να) ή τελική οπότε θα πρέπει να είναι σε χρόνο μέλλοντα.
Όταν μια μετοχή έχει κοντά της το καίτοι, τότε εξετάζουμε μήπως είναι εναντιωματική.

Οι απόλυτες μετοχές ως προς το είδος τους είναι επιρρηματικές, ποτέ επιθετικές, ποτέ κατηγορηματικές.
Όταν οι απόλυτες μετοχές είναι προσωπικών ρημάτων μπαίνουν σε πτώση γενική, οπότε μιλάμε για γενική απόλυτη μετοχή, ενώ όταν είναι μετοχές απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων τίθενται απόλυτα σε πτώση αιτιατική, οπότε μιλάμε για αιτιατική απόλυτη.

* Σημείωση: Πολύ σπάνια μπορεί να τεθεί σε πτώση αιτιατική απόλυτη και μετοχή ρήματος προσωπικού, αλλά τότε θα συνοδεύεται πάντα  από το ὡς.
   Μια μετοχή απόλυτη, πέρα από γενική και αιτιατική πτώση, μπορεί να μπει και σε πτώση ονομαστική ή δοτική, οπότε μιλάμε για ονομαστική ή δοτική απόλυτη. Πρόκειται όμως για μια πολύ σπάνια περίπτωση.
      αιτιολ. μτχ.
Π.χ. Ἀθηναῖοι ἀγαθοί ὄντες ἐνίκησαν.
                                    εναντ. μτχ.
       Ἀθηναῖοι ἀγαθοί ὄντες ἠττήθησαν.

ΕΙΔΗ ΔΟΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ

α) Δοτική προσωπική χαρακτηρίζεται η δοτική που δείχνει πρόσωπο και  συναντάμε κοντά στα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις και συχνά παράγουμε απ’ αυτή σε αιτιατική πτώση το υποκείμενο του απαρεμφάτου που είναι με τη σειρά του υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα.
    Π.χ. Ἀνάγκη ἐστί σοι ἐλθεῖν.

β) Δοτική προσωπική κτητική: Για να έχουμε Δ. Π. Κ., θα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: α) Να υπάρχει κάποιο από τα ρήματα εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω, και β)στην περίπτωση αυτή να μεταφράζονται με το έχω ή το υπάρχω.
    Π.χ. Ἐστί μοι χρήματα.

γ) Δοτική προσωπική χαριστική - αντιχαριστική: Δηλώνει το πρόσωπο για ωφέλεια ή βλάβη (υλική) του οποίου γίνεται κάτι.
    Π.χ. Στράτευμα συνελέγετο τῷ Κύρῳ.

δ) Δοτική προσωπική ηθική: Δηλώνει το πρόσωπο για χαρά ή λύπη (ηθική) του οποίου γίνεται κάτι.
    Π.χ. Ἀπώλοντο πολλοὶ ἄνθρωποι ἀμφοτέροις.

* Σημείωση: Μερικές φορές τα όρια μεταξύ στην χαριστική, αντιχαριστική από τη μία και ηθική από την άλλη, δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα γιατί η ωφέλεια θα επιφέρει οπωσδήποτε και χαρά, ενώ η βλάβη λύπη. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή.

ε) Δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου ή της αναφοράς: Δηλώνει το πρόσωπο κατά την κρίση του οποίου ή σε σχέση με το οποίο ισχύει κάτι.
    Π.χ. – Εἰσπλέοντι τὸν Ἰόνιον κόλπον Ἐπίδαμνός ἐστι ἐν δεξιᾷ.
            - Γέρων γέροντι γλῶτταν ἡδίστην ἔχει καὶ παῖς παιδί.
* Σημείωση: Τέτοια είναι και η δοτική κοντά στο ρήμα δοκεῖ.

στ) Δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή ποιητικού αιτίου: Τη συναντάμε κοντά στα ρηματικά επίθετα σε -τέος, -τος.
     Π.χ. Ὁ ποταμὸς διαβατέος ἐστὶ ἡμῖν.

Ρηματικά σε -τεος επίθετα
Μαζί με τύπους του ρήματος εἰμὶ αποτελούν εκφράσεις. Σημαίνουν ότι κάτι πρέπει να γίνει και αναλύονται σε δεῖ + τελικό απαρέμφατο. Ακολουθούν δύο συντάξεις: α) προσωπική, β) απρόσωπη.
Στην προσωπική σύνταξη έχουν υποκείμενο με το οποίο συμφωνούν κατά γένος, αριθμό, πτώση. Αντίθετα, στην απρόσωπη σύνταξη δεν παίρνουν καθόλου υποκείμενο, αλλά μόνο αντικείμενο ανάλογα με το πως συντάσσεται το ρήμα από το οποίο προέρχονται.
Η δοτική που τα συνοδεύει σχεδόν πάντα χαρακτηρίζεται του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου, γιατί αν το ρηματικό επίθετο αναλυθεί σε δεῖ + παθητικό απαρέμφατο η δοτική γίνεται ποιητικό αίτιο. Ενώ αν αναλυθεί σε δεῖ + ενεργητικό απαρέμφατο η δοτική δείχνει το ενεργούν πρόσωπο. Δηλαδή το υποκείμενο του απαρεμφάτου, που πρέπει να κάνει την ενέργεια.
Π.χ. - Διαβατέος ἐστὶ ὁ ποταμὸς ἡμῖν.
      - Δεῖ διαβαθῆναι τὸν ποταμὸν ὑφ’ ἡμῶν.
      - Δεῖ διαβῆναι ἡμᾶς τὸν ποταμόν.
Πιο κοντά στο ρηματικό επίθετο βρίσκεται η ανάλυση σε Δεῖ + παθητικό απαρέμφατο, επειδή η σημασία του ρηματικού επιθέτου είναι παθητική.
Παραδείγματα:
- Διαβατέος ἐστὶ ὁ ποταμὸς ἡμῖν.
- Ὠφελητέα ἐστὶ ἡ πατρίς σοι.
- Εὖ ποιητέοι εἰσὶ οὗτοι τῷ Κύρῳ.
- Πρακτέον ἐστὶ τοῦτο αὐτῷ.
- Οὐ χρηστέον ἐστὶ τῷ παιδὶ τῇ ῥητορική.
- Ἐπιμελητέον ἐστί σοι τῶν βοσκημάτων.
- Οὕς οὐ παραδοτέα ἐστί ἡμῖν τοὺς Ἀθηναίους.
- …ἀλλὰ πολεμητέα ἐστὶ ἐν τάχει καὶ παντὶ σθένει.

ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

Κύριες προτάσεις κρίσεως:
α) Κύρια με οριστική.
     Κῦρος πολεμεῖ.

     λέγει ὅτι Κῦρος πολεμεῖ            Τροπή σε
     ἔλεγε ὅτι Κῦρος πολεμοῖ -οίη   ειδική πρόταση.
    
     Λέγει Κῦρον πολεμεῖν     Τροπή σε ειδικό
     ἔλεγε Κῦρον πολεμεῖν     απαρέμφατο.
    
     Γιγνώσκει Κῦρον πολεμοῦντα Τροπή σε κατηγορηματική
     ἐγίγνωσκε Κῦρον πολεμοῦντα          μετοχή.

β) Κύρια με δυνητική οριστική.
     Κῦρος ἐπολέμει ἄν
     λέγει ὅτι Κῦρος ἐπολέμει ἄν    Τροπή σε ειδ.
     ἔλεγε ὅτι Κῦρος ἐπολέμει ἄν    πρόταση.
   
     Λέγει Κῦρον πολεμεῖν ἄν                   Τροπή σε ειδ.
     ἔλεγε Κῦρον πολεμεῖν ἄν                   απαρέμφατο.
    
     Γιγνώσκει Κῦρον πολεμοῦντα ἄν     Τροπή σε
     ἐγίγνωσκε Κῦρον πολεμοῦντα ἄν     κατηγ. μετοχή.

γ) Κύρια πρόταση με δυνητική ευκτική.
     Λέγει ὅτι Κῦρος πολεμοίη ἄν   Τροπή σε
     ἔλεγε ὅτι Κυρος πολεμοίη ἄν   ειδική πρόταση.
    
     Λέγει Κῦρον πολεμεῖν ἄν                   Τροπή σε
     ἔλεγε Κῦρον πολεμεῖν ἄν                   ειδικό απαρέμφατο

    γιγνώσκει Κῦρον πολεμοῦντα ἄν                Τροπή σε
    ἐγίγνωσκε Κῦρον πολεμοῦντα ἄν                κατηγ. μετοχή.

Οι κύριες προτάσεις κρίσεως όταν εξαρτηθούν από κάποιο κατάλληλο ρήμα τρέπονται στον πλάγιο λόγο κρίσεως και μετατρέπονται είτε σε ειδική πρόταση, είτε σε ειδικό απαρέμφατο, είτε σε κατηγορηματική μετοχή. Σε τι από τις τρεις αυτές εκδοχές θα τραπεί η κύρια πρόταση κρίσεως εξαρτάται από το ρήμα εξάρτησης. Ρήματα από τα οποία εξαρτάται Π. Λ. Κ. είναι τα: λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά, αισθητικά, δηλωτικά, δείξεως, αγγελίας, ελέγχου.
   * Όπως βέβαια καταλαβαίνουμε, οι ειδικές προτάσεις είναι πάντα πλάγιος λόγος. Τα ειδικά απαρέμφατα σχεδόν πάντα, ενώ οι κατηγορηματικές μετοχές μόνο αν υπάρχει ρήμα κατάλληλης εξάρτησης.
   Για να υπάρχει πλάγιος λόγος θα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις:
α)Κατάλληλο ρήμα εξάρτησης, και
β)αυτά που λέγονται να μεταφέρονται εξαρτημένα από το ρήμα αυτό.

Πλάγιος λόγος επιθυμίας

   Σε πλάγιο λόγο επιθυμίας τρέπονται φυσικά οι κύριες προτάσεις επιθυμίας όταν εξαρτηθούν από κάποιο κατάλληλο ρήμα, ενώ οι κύριες κρίσεως τρέπονται σε πλάγιο λόγο κρίσεως.
   Ο πλάγιος λόγος επιθυμίας εξαρτάται από ρήματα που δηλώνουν γενικά επιθυμία είτε σε έντονο είτε σε ήπιο τόνο. Συγκεκριμένα από, κελευστικά, βουλητικά, προτρεπτικά, απαγορευτικά, ευχετικά, παρακλητικά και γενικά ρήματα που έχουν μέσα τους τη σημασία του επιθυμώ.
   Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας όταν εξαρτηθούν από ένα τέτοιο ρήμα και μπουν στον πλάγιο λόγο τρέπονται πάντα και μόνο, άσχετα με το πως εκφέρονταν όταν ήταν κύριες, σε τελικά απαρέμφατα.
Σημείωση: Τα τελικά απαρέμφατα δεν είναι πάντα πλάγιος λόγος. Είναι μόνο όταν υπάρχει ρήμα κατάλληλης εξάρτησης.
Π.χ. - ἴωμεν Ἀθήναζε.
- Κελεύει αὐτῷ ἰέναι Ἀθήναζε.
- Ἐκέλευε αὐτῷ ἰέναι Ἀθήναζε.
- ἐλθέ.
- Κελεύει αὐτῷ ἐλθεῖν.
- Ἐκέλευε αὐτῷ ἐλθεῖν.
- Ὦ παῖ γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος.
- Εὔχεται γενέσθαι τὸν παῖδα εὐτυχέστερον τοῦ πατρός.
- Ηὔχετο  γενέσθαι τὸν παῖδα εὐτυχέστερον τοῦ πατρός.
- Εἴθε οἱ θεοὶ δίδοιεν ἡμῖν.
- Εὔχεται διδόναι τοὺς θεοὺς σφίσιν / αὐτοῖς.
- Ηὔχετο διδόναι τοὺς θεοὺς σφίσιν / αὐτοῖς.

Πλάγιος Λόγος (Ευθείες ερωτήσεις)

Οι ευθείες ερωτήσεις είναι προτάσεις κύριες και έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό το ερωτηματικό. Όταν εξαρτηθούν όμως από κάποιο κατάλληλο ρήμα (που έχει τη σημασία του ερωτώ,  ζητώ να μάθω,  να διευκρινίσω,  να ξεκαθαρίσω )τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις. Οι πλάγιες ερωτήσεις είναι προτάσεις δευτερεύουσες και δεν έχουν στο τέλος ερωτηματικό και, επειδή είναι προτάσεις ουσιαστικές κατέχουν και κάποια συντακτική θέση.
* Οι πλάγιες ερωτήσεις είναι πάντα πλάγιος λόγος.

Ευθείες ερωτήσεις

Οι ευθείες ερωτήσεις, όταν είναι ολικής άγνοιας κανονικά δεν εισάγονται με τίποτα αλλά απλά εξαγγέλλονται με τον τόνο της φωνής    (μερικές φορές όμως, μπορεί να εισάγονται με κάποιο μόριο ἆρα,  οὔκουν, οὐκοῦν, γὦν). Όταν όμως είναι ερωτήσεις μερικής άγνοιας, εισάγονται με τις ερωτηματικές αντωνυμίες ή τα ερωτηματικά επιρρήματα.
   Ολικής άγνοιας ονομάζονται οι ερωτήσεις στις οποίες μπορούμε να απαντήσουμε με ναι ή όχι, ενώ σ’ αυτές που δε μπορούμε να  απαντήσουμε έτσι ονομάζονται μερικής άγνοιας.
*Εκφέρονται: Όταν είναι προτάσεις κρίσεως με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως και δηλώνουν το ίδιο πράγμα μ’ αυτές. Όταν όμως είναι προτάσεις επιθυμίας, εκφέρονται μόνο με απορρηματική υποτακτική.

Πλάγιες ερωτήσεις

Όταν οι σύνθετες ερωτήσεις εξαρτηθούν από κάποιο ρήμα που έχει τη σημασία του ερωτώ, ζητώ να μάθω, να διευκρινίσω, να ξεκαθαρίσω, τότε τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις. Οι πλάγιες ερωτήσεις εισάγονται, όταν είναι ολικής αγνοίας με το ερωτηματικό εἰ και πολύ σπάνια με τα ἐάν, ἄν, ἤν, ενώ, όταν είναι μερικής αγνοίας, είτε κρατάνε την ερωτηματική αντωνυμία και το ερωτηματικό επίρρημα ή πιο συχνά το τρέπουν στο αντίστοιχο αναφορικό.
Εκφέρονται: Όταν εξαρτώνται από χρόνο αρκτικό δεν παθαίνουν καμιά αλλαγή στην έγκλιση, όταν όμως εξαρτώνται από χρόνο ιστορικό κανονικά τρέπουν την απλή οριστική και την υποτακτική σε ευκτική του πλαγίου λόγου, χωρίς να είναι απαραίτητο, ενώ διατηρούν αναλλοίωτη τη δυνητική οριστική και τη δυνητική ευκτική.
Π.χ. - ἦλθεν Ξενοφῶν;
       - Ἐρωτᾷ ἦλθεν Ξενοφῶν.
       - Ἠρώτησε εἰ ἔλθοι Ξενοφῶν.
       - τίς πολεμεῖ;
       - Ἐρωτᾷ ὅστις / τίς πολεμεῖ.
       - Ἠρώτα ὅστις / τίς πολεμοῖ.
       - τίς ἄν ἐπολέμει;
       - Ἐρωτᾷ ὅστις ἄν ἐπολέμει
       - Ἠρώτα ὅστις ἄν ἐπολέμει.
       -  τί πράξω;
       - Ἀπορῶ ὅ,τι / τί πράξῃ.
       - Ἠρώτα ὅ,τι / τί πράξαι, πράξειε.
Σημείωση: Οι διμελείς πλάγιες ερωτήσεις εισάγονται με το πότερον ή
                  πότερα…ή, εἴτε…εἴτε, εἰ …ἤ.

Δευτερεύουσες Προτάσεις στον Πλάγιο Λόγο

1) Οι δευτερεύουσες προτάσεις δεν έχουν ιδιαίτερες κατηγορίες ρημάτων από τα οποία να εξαρτώνται. Μπορεί δηλαδή να βρεθούν είτε σε πλάγιο λόγο κρίσεως είτε σε πλάγιο λόγο επιθυμίας αυτό θα εξαρτηθεί από την κύρια πρόταση που υπάρχει κοντά στη δευτερεύουσα, αν δηλαδή αυτή είναι κρίσεως ή επιθυμίας.
2) Δεν αλλάζουν είδος στον πλάγιο λόγο.
3) Εξαρτώμενες από χρόνο αρκτικό δεν επηρεάζονται στην έγκλιση.
4) Εξαρτώμενες όμως, από χρόνο ιστορικό αν είχαν απλή οριστική ή απλή  υποτακτική την τρέπουν σε ευκτική του πλαγίου λόγου (χωρίς να είναι απαραίτητο). Κάθε άλλη έγκλιση τη διατηρούν αναλλοίωτη.
5) Κανονικά τρέπουν τα πρώτα και τα δεύτερα πρόσωπα σε τρίτα.

Υποθετικοί Λόγοι στον Πλάγιο Λόγο
Παρατηρήσεις για τους υποθετικούς στον πλάγιο λόγο

1) Όταν η απόδοση ενός υποθετικού λόγου εντοπίζεται σε ειδική πρόταση, ειδικό ή τελικό απαρέμφατο ή κατηγορηματική μετοχή, ο υποθετικός λόγος βρίσκεται στον πλάγιο λόγο, οπότε, για να τον χαρακτηρίσουμε σωστά, πρέπει να τον φέρουμε στην ευθεία του μορφή.
2) Όλοι οι υποθετικοί λόγοι στον πλάγιο λόγο, όταν εξαρτηθούν από χρόνο ιστορικό, εκτός από το είδος του μη πραγματικού, έχουν στην υπόθεση εἰ + ευκτική. Για την Απλή Σκέψη και την αόριστη επανάληψη στο παρελθόν η ευκτική αυτή προϋπήρχε ενώ για το πραγματικό και για το προσδοκώμενο και την αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον είναι ευκτική του πλαγίου λόγου.
3) Στον υποθετικό λόγο του προσδοκώμενου ή της αόριστης επανάληψης στο παρόν-μέλλον έχουμε στην υπόθεση ἐὰν + υποτακτική. Όταν ο υποθετικός αυτός εξαρτηθεί από ιστορικό χρόνο, η υποτακτική κανονικά θα τραπεί σε ευκτική του πλαγίου λόγου, οπότε και ο σύνδεσμος εισαγωγής ἐὰν θα γίνει εἰ. Αλλαγές παρατηρούνται και σε άλλους συνδέσμους εισαγωγής ως εξής:
ὅταν  à  ὅτε
ἐπειδὰν à ἐπειδὴ
πρὶν ἄν à  πρὶν
ὅστις ἄν à ὅστις
Π.χ. - Ἐὰν (ἐπειδάν, ὅταν) ἔλθω, πράξω ταῦτα.
- Λέγει ἐὰν (ἐπειδὰν, ὅταν) ἔλθῃ, ὅτι πράξει ταῦτα.
- Ἔλεγε εἰ (ἐπειδή, ὅτε) ἔλθοι, ὅτι πράξοι ταῦτα.

Παρατηρήσεις γενικές στον Πλάγιο Λόγο
1) Είναι δυνατό να έχουμε δύο προτάσεις κρίσεως ακόμη και τρίτη που θα εξαρτηθούν από κάποιο ρήμα, που, όταν βρεθούν στον πλάγιο λόγο, να τραπεί η μία σε ειδική πρόταση, η άλλη σε ειδικό απαρέμφατο και η τρίτη σε κατηγορηματική μετοχή συνδεόμενες μεταξύ τους παρατακτικά.
                              Ειδική πρόταση          ειδικό απαρέμφατο  
   Π.χ. Ἔλεγε ὅτι κτήσαιτο τὴν νῆσον καὶ προσήκειν εἶναι ἑαυτοῦ.
2) Ο πλάγιος λόγος είναι δυνατό να συνεχίζει μετά από τελεία ή άνω τελεία με ρήμα εξάρτησης που δόθηκε, πριν από την τελεία.
3) Είναι επίσης δυνατό να έχουμε ρήμα εξάρτησης πλαγίου λόγου ακόμη και το σύνδεσμο ὅτι μερικές φορές αλλά να μην έχουμε πλάγιο λόγο. Αυτό συμβαίνει, όταν ο συγγραφέας «μετανιώνει» την τελευταία στιγμή και αντί για πλάγιο, που είναι άτονος, μας δίνει λόγο ευθύ που είναι πιο ζωντανός.
   Π.χ. Εἶπεν ὅτι: ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς Ἕλλησι μεγάλων κακῶν ἄρξει.
4) Είναι δυνατόν ο συγγραφέας να αρχίζει με πλάγιο λόγο κρίσεως και στη συνέχεια να τον τρέπει σε πλάγιο λόγο επιθυμίας.
5) Ακόμα είναι δυνατό σε ειδικές προτάσεις να παρατηρείται εναλλαγή εγκλίσεων δηλαδή οριστική και ευκτική του πλαγίου λόγου. Τότε η ευκτική του πλαγίου λόγου ακολουθεί τον κανόνα ενώ η οριστική παραμένει για έμφαση, ζωηρότητα, παραστατικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου