Η οξεία μπορεί να τεθεί σε οποιαδήποτε από τις τονισμένες συλλαβές ενώ η περισπωμένη στη μακρά λήγουσα ή στη μακρά παραλήγουσα. Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία. ΄Οταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται.
Μακρά παραλήγουσα πριν από μακρά λήγουσα παίρνει οξεία.
Μακρά παραλήγουσα πριν από βραχεία λήγουσα παίρνει περισπωμένη.
Ολες οι δίφθογγοι (αι, αυ, ει, ευ, ηυ, οι, ου, ωυ) είναι μακρές.
Το οι και το αι στο τέλος ρήματος θεωρείται βραχύ. Εξαιρούνται οι τύποι της ευκτικής.
Τα δίχρονα, όταν είναι προϊόντα συγχώνευσης δύο φωνηέντων (π.χ. το δίχρονο α στη λέξη ἀργός αντί ἀεργός, το δίχρονο ι στη λέξη ἱρός αντί ἱερός κ.ο.κ.), είναι μακρά.
Κάθε συλλαβή που περιέχει βραχύ φωνήεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μακρά (εκτείνεται σε μακρά), όταν αμέσως μετά το βραχύ φωνήεν της ακολουθούν δύο ή περισσότερα σύμφωνα, ή ένα από τα τρία διπλά (ζ, ξ, ψ). Η έκταση της βραχείας συλλαβής σε μακρά δεν πραγματοποιείται, όταν το πρώτο από τα δύο σύμφωνα που ακολουθούν είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό (muta cum liquida: άφωνο και υγρό). Εξαιρείται (και εκτείνεται σε μακρά) η φύσει βραχεία συλλαβή, πριν από τα συμφωνικά συμπλέγματα βλ, γλ, γμ, γν, δμ, δν (media ante liquidam: μέσο πριν από υγρό).
Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει οξεία.
Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική, όταν τονίζεται στη λήγουσα, παίρνει περισπωμένη.
Κατά την κλίση ο τόνος διατηρείται στην τονισμένη συλλαβή της ονομαστικής, εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα (αντίθετα όταν η λήγουσα είναι μακρά, ο τόνος στη γενική κατεβαίνει στην παραλήγουσα π.χ. ἡ ἀλήθεια, τῆς ἀληθείας).
Η συλλαβή που προέρχεται από συναίρεση : α) παίρνει περισπωμένη, αν τονιζόταν η πρώτη από τις δύο συλλαβές που συναιρέθηκαν και β) οξύνεται, αν τονιζόταν η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρέθηκαν.
Το δίχρονο είναι βραχύ, όταν βρίσκεται στη λήγουσα τρισύλλαβων ή πολυσύλλαβων λέξεων που τονίζονται στην προπαραλήγουσα.
Το α των τριτοκλίτων είναι βραχύ σε όλα τα δισύλλαβα ουσιαστικά που λήγουν σε -αια (π.χ. γαῖα, γραῖα, μαῖα...) και σε κάποια πολυσύλλαβα ονόματα πόλεων και χωρών (π.χ.Πλάταια, Φώκαια...).
Επίσης βραχύ είναι το α των πρωτοκλίτων σε ουσιαστικά που παράγονται από ρήματα σε -εύω ή, ορθότερα, από αρσενικά σε -εύς που δηλώνουν πρόσωπο (π.χ. ἱέρεια) και σε αφηρημένα ουσιαστικά που παράγονται από επίθετα σε -ης (π.χ. ἀλήθεια).
Το μη καθαρό α των θηλυκών πρωτοκλίτων σε -α είναι βραχύ.
Τα δισύλλαβα παροξύτονα πρωτόκλιτα σε -ρα, αν η παραλήγουσα έχει φωνήεν, έχουν το α μακρό (π.χ. θήρα, χώρα), ενώ αν η παραλήγουσα έχει δίφθογγο, έχουν το α βραχύ (π.χ. μοῖρα, πεῖρα).
Το -α της ονομαστικής των αρσενικών πρωτοκλίτων που λήγουν σε -ας είναι μακρό.
Η κατάληξη -ας της πρώτης κλίσης είναι πάντοτε μακρά.
Στην αιτιατική και κλητική του ενικού των θηλυκών πρωτοκλίτων σε -α διατηρείται η χρονική ποσότητα της ονομαστικής (είναι δηλ. ό,τι και εκείνη).
Στα αρσενικά πρωτόκλιτα το -α της κλητικής είναι είναι μακρό, όταν η ονομαστική λήγει σε -ας, και βραχύ, όταν η ονομαστική λήγει σε -ης.
Τα εθνικά ονόματα σε -άτης, όσα λήγουν σε -ίτης, καθώς και το πρεσβύτης έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό (π.χ. Σπαρτιᾶται, πολῖται...).
Οι καταλήξεις -ι, -α, -ας των τριτοκλίτων στις πλάγιες πτώσεις είναι κατά κανόνα βραχύχρονες.
Το α της αιτιατικής των τριτοκλίτων αρσενικών σε -εύς είναι μακρό (π.χ. τόν βασιλέα, ἱππέα...).
Το α της κατάληξης των αρσενικών σε -αν (γεν. -ᾶνος) είναι πάντοτε μακρό.
Στα ουδέτερα των μετοχών που λήγουν σε -ας (γεν. -αντος) η κατάληξη -αν είναι βραχεία (π.χ. τό φιλῆσαν, λαλῆσαν...).
Το α της κατάληξης των τριτοκλίτων οξύτονων και παροξύτονων αρσενικών που λήγουν σε -ας (γεν. -αντος) είναι μακρό (π.χ. Αἴας, γίγας, ἀνδριάς...).
Η κατάληξη -αν της κλητικής των αρσενικών τριτοκλίτων που λήγουν σε -ας (γεν. -αντος) είναι βραχεία (π.χ. ὦ Αἶαν, γίγαν...).
Τα τριτόκλιτα που λήγουν σε -ις (γεν. -ιδος) έχουν το -ι βραχύ. Εξαιρούνται και έχουν το ι μακρό μεταξύ άλλων τα : ἁψίς (- ῖδος), βαλβίς, κηλίς, κνημίς, κρηπίς, νησίς, σφραγίς, ψηφίς.
Τα ενρινόληκτα τριτόκλιτα ονόματα που λήγουν σε -ις (γεν. - ινος) έχουν το ι μακρό (π.χ. οἱ δελφῖνες, αἱ ῥῖνες...).
Ομοίως, το δίχρονο των υγρολήκτων είναι μακρό (π.χ. ὁ παιάν, τοῦ παιᾶνος).
Από τα δισύλλαβα τριτόκλιτα σε -αξ, τα οποία έχουν την παραλήγουσα μακρά, τα αρσενικά έχουν το α μακρό (π.χ. ὁ θώραξ, ὁ οἴαξ...), ενώ τα θηλυκά έχουν το α βραχύ (π.χ. ἡ αὖλαξ, ἡ κλῖμαξ...).
Η μονοσύλλαβη και ασυναίρετη ονομαστική των τριτοκλίτων οξύνεται (π.χ. θήρ, μήν...). Εξαιρούνται και περισπώνται τα : βοῦς, χοῦς, γλαῦξ, γραῦς, ναῦς, πῦρ. Επίσης παίρνουν περισπωμένη τα μονοσύλλαβα σε -υς : δρῦς, μῦς. Πρακτικός κανόνας : τα μονοσύλλαβα ασυναίρετα ουσιαστικά οξύνονται, αν στην αιτιατική του ενικού έχουν κατάληξη -α (π.χ. μήν, θήρ, πούς), και περισπώνται, αν στην αιτιατική του ενικού έχουν κατάληξη -ν, ή είναι ουδέτερα (π.χ. μῦς, γραῦς, βοῦς, πῦρ, οὖς).
Τα μονοσύλλαβα τριτόκλιτα ουσιαστικά στη γενική και δοτική και των δύο αριθμών τονίζονται στη λήγουσα (π.χ. γλαῦξ, γλαυκός, γλαυκί, γλαυκῶν, γλαυξί...), ενώ στις άλλες πτώσεις στην παραλήγουσα (π.χ. τόν μῆνα, οἱ μῆνες, τούς μῆνας...).
Τονίζονται στην παραλήγουσα οι γενικές πληθυντικού των εξής μονοσυλλάβων τριτοκλίτων ονομάτων : ἡ δάς (τῶν δάδων), ὁ δμώς (τῶν δμώων), τό οὖς (τῶν ὤτων), ὁ Ολες οι παῖς (τῶν παίδων), ὁ Τρώς (τῶν Τρώων), τό φῶς (τῶν φώτων)... μονοσύλλαβες αιτιατικές ενικού που λήγουν σε –ν περισπώνται (π.χ. δρῦν, βοῦν, γραῦν...). Ομοίως όλες οι μονοσύλλαβες αιτιατικές του πληθυντικού (π.χ. βοῦς, μῦς, γραῦς...).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου