Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

"Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ": ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΒΑΣΙΛΗ


     
Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντριά.
 Κοιμόμουν κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο εκείνο το θλιβερό συναίσθημα, ότι είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη μεγάλη σαρακοστή και με το σκολειό. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή με φασούλια, ρεβύθια, κουκιά, φακή και λαχανικά και να νηστεύουμε και το λάδι τα τετραδοπαράσκευα!
 Αυγά, γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων το κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ’ αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί αυτό λογίζονταν αμαρτία! Κι όταν ακόμα το ‘φερνε ο λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το τυρί, το ψάρι, ή-θεός φυλάξοι!- το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς» π. χ «ζυγιάσαμε το τυρί -μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς-και βγήκε δέκα οκάδες.
 Μια μέρα μεγάλη λύπη είχε γραπωμένη την παιδική μου καρδιά και δεν μπορούσα να τιναχτώ πέρα από τα στρώματά μου, τρέφοντας κάποια πλάνα ελπίδα, ότι μπορούσε να μην ήταν αλήθεια ότι είχε ξημερώσει η ανεπιθύμητη Καθαρή Δευτέρα κι ότι κάποιο δυσάρεστο όνειρο γέννησε την ιδέα της.
 Αλλ’ ήρθα λίγο λίγο στον εαυτό μου, πείστηκα ότι δεν ήταν ψέμα κι ότι αληθινά εκείνο το φως κι εκείνες οι αργυρόχρυσες ακτίνες πόμπαιναν από τις χαραμάδες των κλεισμένων παραθυριών του δωματίου μου ήταν της Καθαρής Δευτέρας. Θυμήθηκα περίλυπος ότι την περασμένη βραδιά είχαμε τυρινή αποκριά. Θυμήθηκα ότι είχαμε φάει κουλιάστρα, αυγά, τηγανισμένα, τυρί, ομορφοφκιασμένη αυγοτυρόπιτα, ψάρια, χέλια και θυμήθηκα ότι ύστερα απ’ το δείπνο είχαμε τραγουδήσει και χορέψει…
Όλα αυτά τα’ αναθυμήματα περνούσαν απ’ τη φαντασία μου σαν εικόνες φωτόλουστες, χαρωπές, όμορφες, γεμάτες τέρψη και ευθυμία, η μία πίσω από την άλλη, σαν κύμα που διδάχεται το κύμα, αλλ’ η Καθαρή Δευτέρα, γριά ψηλή, σεμνή, ασπροντυμένη και κατακάθαρη, σκυθρωπή, μ’ αυστηρό πρόσωπο και κάτασπρο φακιόλι, παρουσιάστηκε στη στιγμή μπροστά μου και μόσβησε όλες εκείνες τις όμορφες τερπνές εικόνες και με φοβέριζε μ’ ένα μακρύ ραβδί που κρατούσε στα χέρια της, απαράλλαχτη όπως μου την είχε παραστήσει η μάνα μου άλλες χρονιές, όταν ήθελα να φάγω πίτα ανήμερα.
 –Πεινώ μάνα! Είπα της μάνας μου που συγύριζε το μαγειρειό. 
–Άνοιξε την άρκλα, μου είπε και πάρε ψωμάκι και φάε!
 –Δεν έχεις τίποτε προσφάγι ρώτησα με δακρυσμένα μάτια.
 –Σήμερα παιδί μου προσφάγι μου απολογήθηκε εκείνη, σαν να παραξενευόταν που της ζητούσα προσφάγι. Προσφάγι τρήμερο μέρα;
-Αλλά δεν τρων σήμερα τίποτε άλλο εξόν από ψωμί ξερό; την ξαναρώτησα απελπισμένα.
 –Τίποτε, τίποτε! μου απολογήθηκε εκείνη αποφασιστικά. –Κανένα σύκο, καμιά σταφίδα να φάγω για προσφάγι;
 -Σύκο, σταφίδα, τι λές μοναχέ μ’ κι ακριβέ μ’;
 -Σήμερα τρήμερο Καθαροδευτέρα, σύκα και σταφίδες; Μόνο την Τετάρτη, ύστερα από δυο μέρες κάνει να φάμε σύκα και σταφίδες. Σήμερα κι αύριο καλά καλά δεν κάνει να φάμε ούτε ψωμί! Αλλά εσάς τα παιδιά σας το σχωρνάει ο Θεός αν φάτε ψωμί, αλλά μονάχα ψωμί και νερό και τίποτε, τίποτε άλλο!
-Πώς να κάνω, της είπα που εγώ θέλω και προσφάγι; Ελιές δεν κάνει να φάω;
 -Μπα! μπα! μπα! Ξεφώνισε. Φτύσε γρήγορα μη μαγαρίσεις το στόμα σου και με τ ’ανάβαλμά τους μόνο. Το λάδι δε βγαίνει απ’ τις ελιές; Κι αναφέροντας τις λέξεις «λάδι» κι «ελιές» έφτυσε, για να ξεπλύνη το στόμα της να μη μαγαρίση.
-Πώς να κάνω της ξαναείπα,που δεν μπορώ να φάω χωρίς προσφάγι;
Κι αυτή κάνοντας πως θυμήθηκε κάτι, μου είπε για να με ξεφορτωθη:
-Αν θέλεις καλά και σώνει προσφάγι, να πας στην πλαγιά να βρης περδικαύγα στις περδικοφωλιές να φας
Κι αναφέροντας τα περικαυγά ξανάφτυσε.
-Και τρων περδικαύγα μάνα; τη ρώτησα σαν να μην το πίστευα.
-Τρων, μου είπε. Όσα περδικαύγα (ξανάφτυσε πάλι) βρης, να μου τα φέρεις να στα ψήσω να τα φας.
-Δεν τα θέλω ψημένα. Τα θέλω τηγανισμένα.
-Μόνο ψημένα κάνει, γιατί τα τηγανισμένα θέλουν και αρτυμή… βούτυρο.
-Φτου! Φτου! Με κόλασες, γιε μου, σήμερα!
-Ας είναι και ψημένα… είπα με χριστιανική συγκατάβαση. Αλλ’ είναι νόστιμα τα περδικαύγα σαν τα κοτίσια;
-Και καλύτερα ακόμη.
-Δεν μου το’ λεγες λοιπόν από το πρωί, αλλά μ’ άφηνες να τυρρανιέμαι;
Και λέγοντας αυτά, ρούπησα σαν ελάφι έξω από τον αυλόγυρο. Στην αρχή σκέφτηκα να πάω στην πλαγιά μόνος μου. Αλλά δεν μου ’ρχόταν καλά. Ήθελα συντροφιά. Ήθελα να ’χω μαζί μου και τον αχώριστο φίλο μου τον Γιάννη. Σιμώνω στον αυλόγυρό του και του φωνάζω:
-Γιάννη! Γιάννη!
-Όρσε! μου απολογήθηκε εκείνος με ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι.
-Έλα γρήγορα που σου λέω. Του πρόσταξα.
Βγήκε ο Γιάννης στον δρόμο, δαγκώνοντας ξέκαρδα το ξερό ψωμοκόμματο, σαν να ήταν ζυμωμένο μ’ αγκάθια.
-Τι με θέλεις; Μου ξαναείπε βγαίνοντας.
-Άφησε το ψωμί, του είπα σοβαρά, κι άιντε μας να πάμε πλαγινά να μαζέψουμε περδικαύγα.
-Τι να τα κάνωμε τα περδικαύγα; Με ρώτησε εκείνος.
-Τι να τα κάνωμε; του είπα. Να τα φάμε!
-Και τρων αυγά τώρα το μεγαλοσαράκοστο; με ρώτησε δισταχτικά πάλι εκείνος.
-Δεν τρων κοτίσια αυγά, του είπα. Μου το’ πε η μάνα μου!
Η μάνα μου ήταν η πολύξερη του χωριού μας  και πολλών άλλων χωριών τριγύρω μας, ας μην ήξερε ούτε την αλφαβήτα… Όλα τα’ άλλα τά ‘ξερε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα, κι απ’τους πλειότερους άντρες ακόμα… Ήξερε τις γιορτές, ποιες είναι οι βαριές και ποιες οι αλαφριές, καθώς και ποιες κάνουν και τα γαϊδούρια σκόλη. Ήξερε να ζυγιάζη, ήξερε τις δρύμες, πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν. Ήξερε πότε είναι η χάση και πότε είναι η πιἀση του φεγγαριού. Ήξερε πότε ήταν δισεχτιά και είχε ο Φλεβάρης εικοσιεννιά μέρες και πότε εικοσιοχτώ. Ήξερε ποια τετραδοπαρασκευή αρταίνονται και ποια σαρακοστεύουν. Ήξερε πότε ανοίγει το Τριώδι και πότε είναι η μεγάλη Πασκαλιά, λογαριάζοντας τη γιόμωση του φεγγαριού, και ποιοι μήνες έχουν τριάντα και ποιοι τριάντα μια. Ήξερε τέλος πάντων πολλά κι άμα τα’ἀκουσε ο φίκλος μου ο Γιάννης ότι το ‘χε πει η μάνα μου ότι τρων περδικαύγα την Καθαροδευτέρα, θυμήθηκε ότι του το ‘χε πει κι η μάνα του το πρωί, αλλά δεν το πίστεψε, νομίζοντας ότι τον γελούσε. Πέταξε λοιπόν αμέσως το ψωμοκόμματο απ’ τα χέρια του στις κότες πόβοσκαν στη χλόη γύρα μας κι έτρεξε μαζί μου για περδικαύγα.
Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ νας βρούμε περδικοφωλιές με περδικαύγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ’τα προσήλια τους, περδίκια απ’ τις βοσκές τους αλλά περδικοφωλιές και περδικαύγα πουθενά!
 Ψάξαμε όλη τη μέρα χωρίς να βρούμε τίποτε! Μήπως μας είχαν γελάσει οι μάνες μας; Αλλά γιατί να μας γελάσουν; Προπάντων η μάνα δε λέει ποτέ ψέματα κι οι ορμήνειες που μόδινε συχνά ήταν: «μη κλέψης, φονέψης, μη ψευδομαρτυρήσεις.»
Γυρίζοντας, γυρίζοντας όλη μέρα, ψάχνοντας εδώ κι εκεί βρεθήκαμε βασίλεμα ηλιού σε μια βαθιά λακιά, που είχαμε ένα φοβερό ανήφορο να κάνωμε για ν’ ανεβούμε στο χωριό. Αλλά τα ποδάρια μας ήταν κομμένα από την κούραση κι από την πείνα. Και τι πείνα! Πείνα με δόντια, που ρουφούσε τα σπλάγχνα μας. Για ένα κομμάτι ψωμί όχι σταρίσιο αλλά και αραποσίτικο αλλά και καλαμποκίσιο αλλά και κεχρίσιο ακόμα έδινα δεν ξέρω τι. Προσφάγι; Τυρί, αυγά, γάλα, ψάρια, κρέας… δεν περνούσαν καθόλου τότε απ’ το νου μας. Ψωμί , ψωμί να λέγονταν κι ας ήταν ό,τι. Πώς να βγάλωμε όμως τον ανήφορο και να φτάσωμε στο χωριό το γληγορότερο για να φάμε; Ιδού το μέγα ζήτημα! Δοκιμάσαμε να ανηφορέσωμε αλλά τα ποδάρια μας έκαναν προς τα πίσω κι όχι προς τα εμπρός. Έτσι, θέλοντας και μη, αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα στη λακιά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το χωριό. Τι να κάναμε; Να φωνάζαμε απ’ εκεί μέσα; Θα ήταν στα χαμένα… Δεν θα μπορούσε να μας ακούσει κανείς γιατί ερχόταν σαν απίκουπα το χωριό κι οι πιστικοί που θα μπορούσαν να ‘ναι εκεί γύρα, είχαν συμμαζευτεί με την ώρα τους στο χωριό. Δε συλλογιόμαστε την κακομοιριά μας που κιντυνεύαμε να κοιμηθούμε έξω Φλεβάρη μήνα, αλλ’ είχαμε και τη συλλογή του δασκάλου μας του φοβερού και τρομερού παπα-Αντριά, που θα μας ρήμαζε στις βεργιές, αν τύχαινε να ‘ρθη εκείνο το βράδυ στο χωριό και δε μας έβρισκε εκεί. Θα το θεωρούσε αυτό μεγάλη αταξία. Μη μπορώντας όμως να κάνωμε άλλο τίποτε, μαζευτήκαμε σε μιαν απόγωνη σμούλα να περάσωμε εκεί τη νύχτα! Αν είχαμε σπίρτα ή πυροβολκιά, μπορούσαμε να ανάψωμε φωτιά, αλλά πού σπίρτα! Αρχίσαμε να κρυώνωμε. Δοκιμάζω να ψάξω στις τσέπες μου μη βρω κανένα σπίρτο. Ένα σπίρτο έσωζε δύο ζωές εκείνη τη βραδιά! Ψάχνω ψάχνω…Δόξα τω θεώ. Βρίσκω δυο τρία σπίρτα!
-Σπίρτα, Γιάννη! Φωνάζω και στη στιγμή κατορθώσαμε κουτσά κουτσά να μάσωμε στα σκοτεινά μερικά φύλλα και ξερόκλαδα κι ανάψαμε φωτιά! Δόξα σοι ο μεγαλοδύναμος που μας λεημονήθηκε! Και θα ζεσταινόμαστε και τα ισκιώματα και τα κάθε λογής δαιμονικά δε θα ‘χαν ανάκρα να μας ζυγώσουν! Αν είχαμε και κανένα κομμάτι θυμίαμα ή κανένα σπυρί αλάτι, θα ήταν ακόμα καλύτερα για τα δαιμονικά, τις νεράιδες και τις ξωτικές αλλά δεν είχαμε. Η φωτιά μας φάνηκε σαν καλός σύντροφος. Πήραμε θάρρος κι αρχίσαμε να ξεχνούμε λιγάκι την πείνα κι εκεί που γλυκοπυρωνόμαστε ναρκωμένοι από την κούραση και από την πείνα, ακούμε να φωνάζουν τα ονόματά μας από τη ράχη, αλλά εμείς δεν είχαμε δύναμη ν’ απολογηθούμε και να δώσουμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε για να ‘ρθουν να μας σηκώσουν.
Εκεί που καθόμαστε απελπισμένοι και βλέπαμε να μαυρίζη και να αγριεύη πλειότερο η νύχτα, να σου ακούμε πολύ κοντά μας, σαν είδος απολογίας σ’ εκείνους που μας φώναζαν, ένα δυνατό γκάρισμα γαϊδουριού. Γκάααααρρρρ! Μάλιστα το γνωρίσαμε κι από τη γκαριξιά τίνος γαϊδούρι ήταν. 
Πιο χαρμόσυνο άγγελμα δε θα μπορούσε να μας γένη σε κείνες τις απελπιστικές στιγμές. Μας φάνηκε γλυκότερο κι από λάλημα αηδονιού εκείνο το γκάρισμα. Ήταν γκάρισμα γεμάτο ελπίδα και χαρά για μας τους αποκαμωμένους και καταπεινασμένους! Βάλαμε την τελευταία μας δύναμη για να μπορέσουμε να πάμε κοντά του. Το βρήκαμε ξεσαμάρωτο και ξεκαπίστρωτο αλλά δε μας πείραζε αυτό. Το καπιστρώσαμε αμέσως με τα ζωνάρια μας και το καβαλικέψαμε, εγώ μπροστά κι ο Γιάννης πίσω και ξεκινήσαμε τον ανήφορο για το χωριό. Προχωρούσαμε αγάλια αγάλια κι άναργα λαναργα και σε μια ώρα και πλειότερο φτάσαμε στα πρόθυρα του χωριού. Το χωριό ήταν άνω κάτω για το χαμό μας κι ο ζευγίτης ρωτούσε τον πιστικό κι ο πιστικός το ζευγίτη αν είχαμε φανεί πουθενά. Κοντά στις μάνες μας και στους δικούς μας που στενοχωριόνταν κι έκλαιγαν για μάς κι έτρεχαν  απ’ εδώ κι απ’ εκεί στενοχωριόνταν κι η γειτόνισσά μας για το χαμένο της το γαϊδούρι μην της το φάει τη νύχτα κανένας λύκος. Το γαϊδούρι μπαίνοντας στο χωριό άρχισε να γκαρίζη χαρούμενα και μια τσιούπρα που μας πρωτόειδε στα σκοτάδια και μας γνώρισε, έτρεξε να το πεί στα σπίτια μας για να πάρη σχαρίκια. Σε μια στιγμή και πριν φτάσωμε στο μεσοχώρι, έτρεξε όλο το χωριό μ’ αναμμένα δαδιά και μας ρωτούσαν με περιέργεια πως είχαμε χαθεί. Αλλά οι πλειότεροι είχαν την ιδέα πως μας είχαν πάρει ξωτικιές ή νεράιδες και μας άφηκαν γιατί ήμαστε μικρά ακόμα. Μέσα σ’ εκείνη την αναμπομπούλα ένιωσα ότι μ’ είχε αρπάξει κάποιος στη αγκαλιά του κι έχασα από κάτω μου το γάιδαρο που με κουβαλούσε. Ήταν η μάνα μου, που με φιλούσε κλαίγοντας και ρωτώντας.
-Τι μόγινες σήμερα μονάκριβέ μου;
-Είχαμε πάει για περδικαύγα με το Γιάννη.
-Χαλασιά μου και φορτούνα μου παιδάκι μου, τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα, εγώ.
-Είχαμε μπεί πια στην αυλή του σπιτιού μας.
-Ψωμί, ψωμί, φώναξα μ’ αδυνατισμένη φωνή.
-Ψωμή, μωρή. Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου.
-Ψωμί γρήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί απ’ την πείνα!
Και πριν μπούμε ακόμα στο σπίτι, μου παρουσίασε έναν κόμματο ψωμί η αδερφή μου.
Άρχισα να το καταπίνω. Νόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με μέλι. Τόσο γλυκό μου φαινόταν!
Όταν άνοιξα τα μάτια, που μου τα ’χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου.
-Μάνα… με μέλι το ‘χεις ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;
-Όχι παιδί μου.
-Τότε γιατί είναι έτσι γλυκό;
Έτσι είναι μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Καθαρής Δευτέρας για κείνους που δεν τρώνε καθόλου όλη την μέρα…
Και μ’ όλα ταύτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το ‘ χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικαύγων, που μού ‘χε κάνει εκείνο το πρωί.                                               
                                                        Χρήστος Χριστοβασίλης.


ΜΕΤΟΧΕΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΕΙΔΗ, ΣΥΝΤΑΞΗ, ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ


Α. ΕΙΔΗ ΜΕΤΟΧΩΝ
ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ
Γνωρίσματα:
1.    Εκφέρεται συνήθως με άρθρο.
2.    Δεν έχει άρθρο:
-   όταν το υποκείμενο της προηγείται,
-  όταν το όνομα που προσδιορίζει η μτχ. δεν έχει άρθρο: π.χ. σύνειμι νθρωποις δυναμένοις ναλίσκειν.
- Όταν η μετοχή είναι παθητικού παρακειμένου ή ενεστώτα : π.χ. κουν πόλεις καλς τετειχεσμένας καί οκουμένας.
-Όταν έχει παρενθετική ή επεξηγηματική θέση .Π.χ πεμψαν Νίκανδρον, σύμμαχον ντα…
3.   Συχνά χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό, όταν παραλείπεται το ουσιαστικό που προσδιορίζεται από αυτήν. Από αυτή τη χρήση μερικές ουσιαστικοποιημένες μτχ. κατάντησαν να χρησιμοποιούνται σχεδόν πάντα σαν ουσιαστικά:  ρχων, ο λέγον­τες,  διώκων (= ο κατήγορος),  φεύγων (= ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος), ο προσή­κοντες (= οι συγγενείς), ό νικν (= ο νικητής), ο τεκόντες (= οι γονείς), ο θανόντες (= οι νεκροί) …
4.   Συχνά το ουδέτερο επιθετικής μτχ., κυρίως ενεστώτα ή παρακειμένου, τίθεται αντί ουσιαστικού αφηρημένης έννοιας: το παρόν, το μέλλον, το δεδιός (= ο φόβος), το θαρσον (= το θάρρος), το προσκον, το συμφέρον, το νοσον (= η αρρώστια), το λυσιτελον (= η ωφέλεια)…
5.   Μεταφράζεται με αναφορική πρόταση (συνήθως), με μετοχή ή με επίθετο ή μένει αμετάβλητη (π.χ. το παρόν). *
6.   Παίρνει άρνηση
ι)   ο, όταν φανερώνει κάτι το συγκεκριμένο,
ϋ)  μή, όταν φανερώνει κάτι το αόριστο ή υποτιθέμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση η με­τοχή είναι επιθετική (ή αναφορική) – υποθετική και ισοδυναμεί με αναφορικοϋποθετική πρόταση.
7. Η επιθετική μετοχή έχει θέση επιθέτου ή ουσιαστικού και γι’ αυτό συντακτικώς  μπορεί να είναι:
α)  υποκείμενο                                    β)    αντικείμενο
γ)  παράθεση                                       δ)    επεξήγηση
ε)  επιθετικός προσδιορισμός                         στ)   κατηγορούμενο (πάντοτε έναρθρη)
ζ)   κατηγορηματικός προσδ.              η)    ετερόπτωτος προσδιορισμός
(πάντοτε άναρθρη)                              θ)    δοτική προσωπική
ι)   εμπρόθετος προσδιορισμός
*Όταν η επιθετική μτχ. είναι επιθετικός προσδιορισμός, αποτελεί με το προσδιοριζόμενο μια έννοια, ενώ, όταν είναι παράθεση, προσδίδει στο προσδιοριζόμενο απλώς ένα γνώρισμα και γι1 αυτό μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς να βλάψει το νόημα.
** Μια επιθετική μετοχή μπορεί να ισοδυναμεί και με αναφορική – τελική ή αναφ. συμπερασματική ή αναφ. αιτιολογική πρόταση.
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ
Γνωρίσματα:
1. Αναφέρεται στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρηματικού τύπου από τον οποίο εξαρτάται.
2.Είναι πάντοτε χωρίς άρθρο, όπως και όλες οι άλλες μετοχές εκτός από την επιθετική.
3.Χρησιμεύει ως κατηγορούμενο ή κατηγορηματικός προσδιορισμός του υποκειμένου ή του αντικειμένου του ρήματος.
4.   Συντάσσεται με τα εξής ρήματα:
α)   εμί, γίγνομαι, πάρχω (η μτχ. με το ρήμα αποτελούν περίφραση),
β)    τυγχάνω, λανθάνω, φθάνω, διάγω, διατελ, διαγίγνομαι, διαμένω, διαβι, διατρίβω, φαίνομαι, φανερός εμί, δλος εμί, οχομαι… (τα ρήματα αυτά μπορούν να μεταφραστούν με επιρρήματα και η μτχ. με ρήμα),
γ)    έναρξης ή λήξης: ρχω, ρχομαι, παύω, παύομαι, λήγω, διαλείπω …,
δ)   ανοχής, καρτερίας, καμάτου: νέχομαι, καρτερ, πομένω, περιορ (= αδια­φορώ), κάμνω,παγορεύω (= κουράζομαι),
ε)   ψυχικού πάθους*: γανακτ, δομαι, χαίρω, ργίζομαι, θαυμάζω, οκτείρω, ασχύνομαι, βαρέως  χαλεπς φέρω, μεταμέλομαι…
*    Από τα ρήμ. αυτά η μτχ. είναι κατηγορηματική, όταν δηλώνει τράξη σύγχρονη και βρίσκεται σε χρόνο ενεστώτα, και αιτιολογική, όταν δηλώνει πράξη προτερόχρονη, όταν δηλ. αυτό που δηλώνει το ρήμα είναι συνέπεια αυτού που δηλώνει η μτχ. Και βρίσκεται σε χρόνο Αόριστο ή Παρακείμενο.
στ) δείξης, αγγελίας, ελέγχου: δείκνυμι, άγγέλλω, δηλ, άποφαίνω, παρέχω (= πα­ρουσιάζω), λέγχω, ξελέγχω, φανερός δλος εμί, οικα …,
ζ)    αίσθησης, γνώσης, μάθησης, μνήμης: αισθάνομαι, ρ, κούω, πυνθάνομαι, ερίσκω, γιγνώοκω οδα, έπίσταμαι, γνο, μανθάνω, άλίσκομαι, ντυγχάνω, μέμνημαι, πιλανθάνομαι…,
η)   ε ή κακς ποι, δικ, χαρίζομαι, νικ, ττμαι,
θ)   πλησμονής, επάρκειας, απόλαυσης, κορεσμού: κορέννυμαι, μπίμπλαμαι, με­στός ή πλήρης εμί….
5.Η κατηγορηματική μτχ. των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων βρίσκεται σε αιτια­τική ουδετέρου, φαινομενικά απόλυτη, π.χ. ώρα δύνατον ν βί λεν τήν πόλιν.
6.Η κατηγορηματική μτχ. μπορεί να παραλείπεται, όταν είναι του εμί ή όταν εννοείται εύκολα.
7.   Τα ρήμ. κούω και ασθάνομαι συντάσσονται και ως εξής:
ι)   με γενική + κατηγορηματική μτχ.,
ii)  με αιτιατική + κατηγορηματική μτχ. και
iii) με αιτιατική + ειδικό απαρέμφατο.
8. Μερικά ρήματα συντάσσονται άλλοτε με κατηγορηματική μτχ. και άλλοτε με απα­ρέμφατο, οπότε διαφοροποιείται και το νόημα τους:
9. Πολύ σπάνια μια κατηγορηματική μτχ. συνοδεύεται από το ς, όταν αυτή χρησι­μοποιείται αντί ειδικής πρότασης: π.χ. δηλος ς τι σημανν νέον, (σχήμα ανακό­λουθο).
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ
α) Χρονική
Γνωρίσματα:
1. Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους (εκτός από μέλλοντα), συνήθως όμως στον αόριστο.
2.  Ισοδυναμεί με χρονική πρόταση.
3. Συχνά συνοδεύεται από τα χρονικά επιρρήματα: εθύς, μα, μεταξύ, τι, ατίκα, δη, τότε, νταθα (= τότε), ετα, πειτα, ξαίφνης, ρτι, μετά τατα ….
* Όταν υπάρχουν αυτά τα επιρρήματα, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η μτχ. είναι χρονική.
4. Η χρονική μτχ. ενεστώτα δηλώνει κατά κανόνα το σύγχρονο και του αορίστου συνή­θως το προτερόχρονο και σπανιότερα το σύγχρονο.
5. Οι μετοχές ρχόμενος, τελευτν, διαλείπων ή διαλιπών, χρονίζων, νύσας (+ προ­στακτική), όταν είναι χρονικές και αναφέρονται στο υποκείμενο της πρότασης, τότε μεταφράζονται αντίστοιχα: στην αρχή, στο τέλος, ύστερα από λίγο ή αργότερα, ύστε­ρα από καιρό, γρήγορα.
6.  Δέχεται άρνηση ο ή μη.
β) Αιτιολογική
Γνωρίσματα:
1. Ισοδυναμεί με αιτιολογική πρόταση.
2.  Συχνά συνοδεύεται από τα μόρια:
ί)   τε (δή), οον (δή), οα (δή): αιτία πραγματική,
ϋ)   ς: αιτία υποκειμενική (= με την ιδέα ότι…, επειδή κατά τη γνώμη μου …),
ϋι) σπερ: αιτία υποτιθέμενη ή ψευδής (= επειδή τάχα …, σαν να …).
3.    Αιτιολογικές είναι συνήθως οι μετοχές:
α) των δοξαστικών ρημάτων (δοκν, νομίζων, γούμενος, οόμενος, κρίνων, πολαμβάνων, λπίζων, πιστεύων…),
β) των ρημ. ψυχικού πάθους και όσων δηλώνουν φόβο: γανακτν, χθόμενος, , πορν, δείσας…),
γ) των γνωστικών (γιγνώσκων, εδώς, ννοήσας, πισταμένος …),
δ) από ρήματα ψυχικού πάθους (δες και κατηγορηματική μτχ.),
ε) των αισθητικών ρημάτων (ρν, αίσθανόμενος).
4. Οι αιτιολογικές μτχ. τί βουλόμενος, τι παθών, τι μαθών σε ευθείες ερωτήσεις μεταφράζονται με το «τι», «γιατί». Όταν υπάρχει δυνητική έγκλιση, οι μτχ. αυτές είναι υποθετικές.
5.  Συχνά μετά την αιτιολογική μτχ. ακολουθούν οι εκφράσεις: οτω, δια τοτο, διά
τατα
6.Η αιτιολογική μτχ. μετά τους εμπρόθετους της αιτίας «διά τοτο», «νεκα τατα»,
«κ τούτου» είναι επεξήγηση.
γ) Τελική
Γνωρίσματα:
1. Ισοδυναμεί με τελική πρόταση.
2. Βρίσκεται κατά κανόνα σε χρόνο, μέλλοντα και πολύ σπάνια σε ενεστώτα (από το ρή­μα«πέμπω», όταν δηλώνει σκοπό που διαρκεί).
3. Εξαρτάται συνήθως από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή ενέργεια, εκλογή ή προσφο­ρά.
4. Η τελική μτχ. μπορεί να συνοδεύεται από το ως, συνήθως όταν δεν εξαρτάται από ρήματα κίνησης ή ενέργειας.
5.  Παίρνει άρνηση μή.
δ) Τροπική
Γνωρίσματα :
1. Συνήθως βρίσκεται σε χρόνο ενεστώτα, σπάνια σε αόριστο.
2. Οι μετοχές γων, χων, φέρων από ρήματα κίνησης είναι τροπικές και μπορούν ναμεταφραστούν με την πρόθεση: με + αιτιατική (π.χ. κε φύλαξ γων Άντιγόνην = … με την Αντιγόνη).
3.   Ορισμένες τροπικές μετοχές αποδίδονται με τροπικά επιρρήματα: χαίρων (= ατι­μώρητα), λαθών (= κρυφά), φέρων (= με ορμή, βιαστικά)…
4.    Παίρνει άρνηση ου και τότε μεταφράζεται με το «χωρίς να …».
ε) Υποθετική
Γνωρίσματα:
1.Ισοδυναμεί με υποθετική πρόταση και γι’ αυτό η ανάλυση της είναι ανάλογη με την απόδοση και το νόημα.
2. Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους εκτός από μέλλοντα.
3. Υποθετικές είναι συνήθως οι μετοχές που προσδιορίζουν:
α) δυνητική έγκλιση (οριστική, ευκτική, απαρέμφατο, μετοχή + ν),
β) μέλλοντα ή προστακτική,
γ) απρόσωπο ρήματα,
δ) ρηματικά επίθετα σε -τός,
4.Όταν η υποθετική μτχ. εκτός από προϋπόθεση δηλώνει και χρόνο, είναι χρονικοϋπο-θετική και αναλύεται συνήθως σε: ταν, πόταν, πάν, έπειδάν + υποτακτική ή τε, πότε + ευκτική επαναληπτική.
5. Παίρνει άρνηση μή. Τις περισσότερες φορές η μτχ. με άρνηση μή είναι υποθετική.
στ) Εναντιωματική
Γνωρίσματα:
1.Ισοδυναμεί με εναντιωματική πρόταση και σχηματίζει υποθετικό λόγο.
2.Δηλώνει εναντίωση, δηλαδή σχέση λογικής αντίθεσης με το ρηματικό τύπο από τον οποίο εξαρτάται (είμαι γενναίος – ηττώμαι: γενναοι ντες ττηθησαν). Ανάμεσα στην έννοια της μετοχής και του ρήματος υπάρχει κάτι το ασυμβίβαστο.
3 Συχνά η εναντιωματική μτχ. συνοδεύεται από τα μόριακαί, καίπερ, μηδέ (χωρίς να συνδέουν τη μτχ.), καίπερ, καίτοι, μως (συνήθως μετά από τη μτχ.), καί τατα, ετα καίπειτα (στην αρχή ευθείς ερώτησης), πάνυ.
4. Οι αιτιατικές απόλυτες ξόν, νόν, προσκον, δοκον, προσταχθέν, οον τ’ ν … και  η φάσκων είναι συνήθως εναντιωματικές.
Β. ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΕΤΟΧΗ
1.Συνημμένη λέγεται η επιρρηματική μτχ., όταν το υποκείμενο της είναι συντακτικός όρος (υποκείμενο, αντικείμενο, δοτ. προσωπική κ.λπ.) της πρότασης στην οποία ανήκει,
α) Η επιρρηματική μτχ. σε ονομαστική πτώση είναι συνημμένη με το υποκείμενο του ρήματος.
β)   Συνημμένη μπορεί να είναι η μτχ. των προσωπικών ρημάτων και βρίσκεται σε οποια­δήποτε πτώση.
2.Απόλυτη λέγεται η επιρρηματική μτχ., όταν το υποκείμενο της είναι μόνο υποκείμενο της μτχ. και δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση. Η απόλυτη μτχ. βρίσκεται σε πτώση:
α)   γενική, όταν το ρήμα είναι προσωπικό,
β)   αιτιατική,
i) όταν το ρήμα είναι απρόσωπο ή απρόσωπη έκφραση (σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού). και είναι συνήθως εναντιωματική και
ii) σπανιότερα, όταν το ρήμα είναι προσωπικό (τότε η μτχ. συνοδεύεται από το ς ή σπερ και είναι πάντα αιτιολογική),
γ)    ονομαστική, πολύ σπάνια (σχήμα ανακόλουθο).
* Σε ορισμένες περιπτώσεις η επιρρηματική μτχ., ενώ έπρεπε να είναι συνημμένη, αφού το υποκείμενο της είναι όρος της πρότασης, μπορεί να τεθεί ως απόλυτη (για έμφαση) π.χ.Διαβεβηκότος δη Περικλέους… γγέλθη αΤ τι… (αντί: διαβεβηκότι Περικλε…).
5.  Δύο μετοχές δε συνδέονται:
-όταν είναι διαφορετικού είδους,
- όταν η μία προσδιορίζει την άλλη (μπορεί να είναι και οι δύο ίδιου είδους),
-  όταν δεν προσδιορίζουν την ίδια λέξη,
-  όταν υπάρχει ασύνδετο σχήμα.
Γ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
Για να αναλυθεί μια μετοχή σε δευτερεύουσα πρόταση:
1. Διαπιστώνεται το είδος της μετοχής (επιθετική, χρονική ..,). Από αυτό εξαρτάται ο υπο­τακτικός σύνδεσμος (ή αναφορική  αντωνυμία) που θα χρησιμοποιηθεί και η έγκλιση, σύμφωνα με τον τρόπο εκφοράς των δευτερευουσών προτάσεων.
2.Το υποκείμενο της μτχ. δίνει το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος. Φυσικά, όταν η μτχ. γίνεται πρόταση, το υποκείμενο μπαίνει πάντοτε σε ονομαστική.
3. Από το χρόνο που εξαρτάται η μτχ. (αρκτικό ή ιστορικό) επηρεάζεται η μετατροπή της οριστικής ή υποτακτικής σε ευκτική του πλάγιου λόγου.
4. Η μτχ. ενεστώτα και παρακειμένου από ιστορικό χρόνο ισοδυναμεί με παρατατικό ή υπερσυντέλικο, αντίστοιχα.
5.Αν η μτχ. αναλυθεί σε δευτερεύουσα πρόταση με υποτακτική ή ευκτική, διατηρεί το χρόνο της.
6.Οι μετοχές μέλλοντα και αορίστου διατηρούν το χρόνο τους σε οποιαδήποτε έγκλιση και αν αναλυθούν.
7.Η μετοχή αορίστου, όταν αναφέρεται στο παρελθόν γίνεται οριστική· όταν αναφέρεται στο μέλλον, γίνεται υποτακτική ή ευκτική (χρονικοϋποθετική μτχ.).
8. Οι υποθετικές, χρονικοϋποθετικές, αναφορικοϋποθετικές και οι ενα^τιωματικές μετο­χές αναλύονται στις αντίστοιχες προτάσεις με βάση την απόδοση και το νόημα.
9.  Οι τροπικές μετοχές δεν αναλύονται σε προτάσεις.
10.Αν αναλύσουμε μια τελική μτχ. (κανονικά δεν αναλύεται), τότε θα πρέπει να αλλάξει ο χρόνος της μτχ. και να χρησιμοποιηθεί η υποτακτική αορίστου (ή: όπως + οριστ. μέλλο­ντα).
11.Η κατηγορηματική μτχ. μπορεί να αναλυθεί σε ειδική πρόταση με οριστική ή δυνητική έγκλιση (αν συνοδεύεται από το δυνητικό αν), όταν είναι του πλάγιου λόγου κρίσης (από ρήμ. γνωστικά, αισθητικά, δείξης, αγγελίας).
Ανάλυση μετοχών
1. Επιθετική μετοχή
Αναλύεται σε αναφορική πρόταση – με αναφορικές αντωνυμίες.
Π.χ. ο κούοντες à κενοι ο κούουσι(ν)
λάμπων λιος à κενος ς λάμπει
2. Κατηγορηματική  μετοχή
Όταν αναλύεται, βάζουμε τι + ρήμα
Π.χ. φαίνομαι ρξων τατα à φαίνομαι τι ρξω τατα
3. Επιρρηματική μετοχή
α. Χρονική
Αναλύεται με τε, πεί , πειδή + ρμα
Π.χ. συγκαλέσαντες à πεί συνεκάλεσαν
β. Αιτιολογική
1) αν έχει: τε(δή), οον(δή), οα(δή) αναλύεται με τι + ρήμα
2) αν έχει: ς,  αναλύεται με ς + ρήμα
3) αν δεν έχει τίποτε, αναλύεται απλά σε πεί, πειδή + ρήμα
γ. Τελική
Αναλύεται με να + υποτακτική αορίστου
Π.χ. ποιήσοντες à να ποιήσωσι
δ. Υποθετική
Αναλύεται με βάση την απόδοση, που είναι το ρήμα της πρότασης
Π.χ. Ποιούντες κακόν, φεύξονται à άν ποισι κακόν, φεύξονται
ε. Εναντιωματική
Αναλύεται με: ε και οριστική ενεστώτα ή πρτ.
στ. Τροπική
Δεν αναλύεται σε δευτερεύουσα πρόταση, γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχη τροπική.
Μερικοί βασικοί κανόνες για τις μετοχές
1.    Μια μτχ μέλλοντα είναι ΠΑΝΤΑ τελική
2.    Το ς συνοδεύει μια αιτιολογική μτχ με υποκειμενική αιτιολογία (μτφ επειδή τάχα) ή μια τελική μτχ όταν δεν εξαρτάται από ρήμα κίνησης (ή το σπερ)
3.    Μια μτχ που έχει άρθρο ή που ξεκάθαρα προηγείται το Υ της είναι επιθετική (ή αναφορική)
4.    Μια μτχ δίπλα σε οριστική μέλλοντα ή δίπλα σε δυνητική έγκλιση (δυν. Ευκτική ή δυνητική οριστική) είναι υποθετική.
5.    Αν έχει δίπλα της το καίτοι, καίπερ, μως  είναι εναντιωματική
6.    Μια μτχ όταν εξαρτάται από ψυχικού πάθους ρήμα = κατηγορηματική [εφόσον βρίσκεται σε ενεστώτα], όταν όμως προέρχεται από ψυχικού πάθους ρήμα = αιτιολογική
Μτφ Μτχς
1.    Επιθετικές: Με αναφορική πρόταση (ο οποίος/που)
2.    Κατηγορηματικές: να, ότι ,που
3.    Επιρρηματικές: (α) Τροπικές: -οντας / -ώντας. Καθώς
(β) Αιτιολογικές: επειδή
(γ) Χρονικές: αφού, όταν
(δ) Τελικές: για να
(ε) Υποθετικές: εάν, αν
(στ) Εναντιωματικές: αν και, ενώ
Να αναλύσετε τις παρακάτω μετοχές σε δευτερεύουσες προτάσεις
1.    Κρος συλλέξας στράτευμα πολιόρκει Μίλητον
2.    Δίκαια δράσας συμμάχους τούς θεούς ξεις
3.    μή δικν οδενός δεται νόμου
4.    λληνες ντες κατά τς λλάδος μάχονται
5.    πλεον πολεμήσοντες
6.    Οτος φίκετο ρξων
7.    Τισσαφέρνης πιορκήσας πολεμίους τούς θεούς κτήσατο
8.    Φοβούμενοι τήν δόν, μως συνηκολούθησαν
9.    Μεγάλα πυρά γένετο τε πολλς λης οσης
10.Λαβόντες τά πλα παρσαν ες Σάρδεις
11.ρχεσθαι μαθών ρχειν πιστήσει
12. μέντοι γησίλαος κείνους καίπερ ρν οκ δίωκεν
13.ττηθέντων μν οδείς ν ληφθείη
14.Ο στρατιται πισιτισμο δεόμενοι διά τοτο θυμοσι
15.ποπλε οκαδε καίπερ χειμνος ντος
Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω μετοχές
1.    Προμηθεύς κλέψας τό πρ τν θεν τος νθρώποις δωκεν
2.    λίγοι ντες νίκησαν
3.    ρταξέρξου βασιλεύοντος Κρος πί Σοσα στράτευσεν
4.    θηναοι παρεσκευάζοντο ς τατα πράξοντες
5.    τούτων οτως χόντων βούλομαι σοί συμβουλεν
6.    δίκην μεγίστην δώσετε δίκως φονεύσαντες τόν νδρα τοτον
7.    Α πόλεις α δημοκρατούμεναι τος νόμοις κειμένοις διοικονται
8.    Οτοι κουον  τήν χώραν δουμένην
9.    χαιρεν κούων τατα
10.Ο θηναοι οκ νείχοντο κούοντες τν ντιλεγόντων
11.Τατα δέ ποιήσαντες ς τάς θήνας πεμπον γγελον
12.Λέγει ς βριστής εμί σπερ μέλλων ληθ λέγειν
13.Ο λληνες παρεσκευάζοντο ς δεξόμενοι ατόν
14.Δίκαια δράσας συμμάχους ξεις θεούς
15.Οδέν ρ χων επεν
16.Ασχύνοιντο ν μή ποδίδοντες χάριτος
17.Ο θηναοι ες ωνίαν στερον ς οχ κανς οσης τς ττικς ποικίαν ξέπεμψαν
18.Πολλάκις πλεονεκτσαι μν ξόν οκ θελήσατε
19.Σύνειμι νθρώποις δυναμένοις ναλίσκειν
20.Νν μέν δειπνετε, δειπνήσαντες δέ πελαύνετε
21. δέ γησίλαος καί μάλα βουλόμενος πάγειν τό στράτευμα, μως κε κατέμεινε
22.Ο Θηβαοι νεχώρησαν κ τς γς οδέν δικήσαντες
23.λεγεν τι ο πόλεμον ποιησόμενοι κοιεν, λλά πιδείξοντες τι φίλοι εσίν
24.Βουλόμενοι ατόν ποκτεναι πέμπουσι τήν Σαλαμινίαν ναν.
25.φικόμενος ες Δελφους θυσε τ Θε