Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

20 ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ



Ακολουθούν 20 (είκοσι) άγνωστα κείμενα αρχαίων ελληνικών με παρατηρήσεις για εξάσκηση των υποψηφίων της Ομάδας Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών. Καλή εξάσκηση!

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

O  Θουκυδίδης ο αξεπέραστος ιστορικός της αρχαιότητας, ο πρώτος που προσπάθησε και εν μέρει τα κατάφερε να γράψει επιστημονική ιστορία, συχνά-πυκνά βασανίζει τους μαθητές και τους υποψήφιους με τον πυκνό, δυσνόητο, ιδιόρρυθμο αλλά συνάμα τόσο μεγαλοπρεπή και δωρικό λόγο του. Παραθέτουμε τα χαρακτηριστικότερα δείγματα του Θουκυδιδικού λόγου:

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΠΕΡΙΦΡΑΣΕΙΣ- ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ


ἀβίωτος: αφόρητος.
ἀβίωτον ἐστί τινι: ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον.
ἀγαθός: ευγενής, καλός, ανδρείος.
ἄριστος: ευγενής.
τύχῃ ἀγαθῇ: με το καλό.
ἀγαθὰ φρονῶ: έχω καλά αισθήματα.
ἀγαθὰ πάσχω: ευεργετούμαι.
ἀγαθὰ ποιῶ: ευεργετώ.
ἀγαπητῶς: πρόθυμα, με κόπο, μόλις και με τα βίας.
ἀγγέλλω πόλεμον: κηρύττω πόλεμον.
ἀγνοοῦμαι: είμαι άγνωστος, δεν γίνομαι αντιληπτός.
ἀγνὼς εἰμὶ τινός: αγνοώ κάποιον.
ἀγοραίος: αυτός που περνάει την ώρα του στην αγορά.
ἀγοραία ἡμέρα: δικάσιμη.
ἀγορεύω: δημηγορώ.
ἄγχιστος: ο πάρα πολύ κοντινός.
ἄγω: οδηγώ, πορεύομαι, διοικώ.
ἄγω καὶ φέρω: λεηλατώ, μεταφέρω.
ἄγω ἑορτήν: εορτάζω.
ἄγω θυσίαν: θυσιάζω.
ἄγω εἰρήνην: ησυχάζω.
ἄγω τείχος: κατασκευάζω τείχος.
ἄδειαν ἄγω: είμαι σε ασφάλεια.
ἄγομαι φόνου: κατηγορούμαι για φόνο.
ἄγω τινὰ τιμιώτερον: αποδίδω σε κάποιον μεγαλύτερη αξία, υπερεκτιμώ.
ἀγὼν λόγων: καιρός για λόγους.
ἀγὼν μάχης: καιρός για μάχη.
καθίστημι τινά εἰς ἀγῶνα: μπλέκω κάποιον σε δίκη.
ἀγωνίζομαι: προσπαθώ, διεξάγω αγώνα.
ἀγωνίζομαι γραφὴν (ή δίκην): διεξάγω δικαστικό αγώνα.
ὁ ἀγωνιζόμενος: ο κατηγορούμενος.
οἱ ἀγωνιζόμενοι: οι διάδικοι.
ἀδεῶς: άφοβα.
ἄρχω χειρῶν ἀδίκων: αρχίζω πρώτος να αδικώ.
ἀδύνατος λέγειν: μέτριος ρήτορας.
ἀθυμέω-ῶ: είμαι απογοητευμένος, στεναχωριέμαι.
ἄθυμος: στεναχωρημένος, απογοητευμένος.
ἀθύμως ἔχω: χάνω το θάρρος μου.
αἰκίζομαι: βλάπτω, προσβάλλω.
αἴρεσις: άλωση, κατοχή, εκλογή.
αἴρεσιν δίδωμι: παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἴρεσιν λαμβάνω: έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ: λαμβάνω, καταλαμβάνω, αιχμαλωτίζω.
αἱροῦμαι: λαμβάνω, εκλέγομαι, προτιμώ.
αἱροῦμαι γνώμην: αποδέχομαι γνώμη.
αἴρω: υψώνω, απομακρύνω, μεταφέρω.
αἴρομαι κίνδυνον: αναλαμβάνω τον κίνδυνο.
δίκην παρὰ τινός αἴρομαι: εκδικούμαι κάποιον.
αἴσθησιν ἔχω τινός: έχω αντίληψη κάποιου.
αἰτία: αίτιο, αφορμή, κατηγορία.
αἰτίαν ἔχω ἤ ὑπέχω: κατηγορούμαι.
ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά: κατηγορώ, θεωρώ κάποιον ένοχο.
ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας: απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι: κατηγορώ, προφασίζομαι.
αἰωροῦμαι τὴν ψυχήν: αμφιταλαντεύομαι ψυχικά.
ἐν ἀκαρεῖ: σε μια στιγμή.
ἀκινδύνως ἔχω: δε διατρέχω κίνδυνο.
ἀκμάζω: είμαι ακμαίος, ισχυρός.
ἀκμάζει: είναι κατάλληλη στιγμή.
εὖ ἀκούω: επαινούμαι.
κακῶς ἀκούω: κακολογούμαι.
ἄκρᾳ: κορυφή, ύψωμα, ακρωτήριο.
κατ' ἄκρας: εξ’ ολοκλήρου.
ἄκριτος: συγκεχυμένος, αδίστακτος.
ἄκυρον ποιῶ τὸ ἀξίωμα: μειώνω την εξουσία.
οἱ ἀλήθειαν ἀσκοῦντες: οι φιλαλήθεις.
ἅλις: αρκετά.
ἁλίσκομαι: συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι.
ἄλλῃ: κατ’ άλλο τρόπο, σε άλλα μέρη.
ὁ ἄλλος χρόνος: το παρελθόν.
ἀλλότριος: ξένος.
ἀλλοτρίως διάκειμαι ή ἔχω πρός τινά: έχω εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον.
ἀμαθῶς ἔχω: έχω άγνοια.
ἁμαρτάνω: βλάπτω, διαπράττω αδίκημα.
ἁμαρτάνω τῆς γνώμης τινός: διαψεύδω τη γνώμη κάποιου.
ἐπ' ἀμφότερα ἔχω: ταλαντεύομαι.
ἁμῶς γέ πως: κατά κάποιον τρόπο.
ἁμῶς γέ που: σε κάποιο μέρος.
ἀναγκαῖος: αναπόφευκτος.
τὰ ἀναγκαῖα: τα προς το ζην.
ἐν ἀνάγκῃ ἔχομαι: πιέζομαι από ανάγκη.
ἀνάγω: μεταφέρω.
ἀνάγω (ή ἀνάγομαι) ναῦν: αποπλέω, ανοίγομαι στο πέλαγος.
ἀνακρούω: εμποδίζω.
καταγιγνώσκω τινός ἀνανδρία: θεωρώ κάποιον άνανδρο.
ἀνάστατος γίγνομαι: καταστρέφομαι, ερημώνομαι, αναστατώνομαι.
ἀνελπίστως ἔχω: είμαι απελπισμένος.
ἀνθάπτομαι: προσβάλλω, επιχειρώ.
ἀνίημι: αφήνω, εγκαταλείπω.
ἀνίημι τὴν φυλακήν: χαλαρώνω τον αποκλεισμό.
ἀντέχω περί τινος: επιμένω σε κάτι.
ἀντίος: αντιμέτωπος.
ἀντίπαλον δέος: ο φόβος των εχθρών.
ἀντιποιῶ: ανταποδίδω.
ἀντίπρωρος: αντιμέτωπος.
ἀντίρροπος: ισόρροπος, ισοβαρής.
ὡς ἀνυστόν: όσο το δυνατόν.
οἱ ἄνω χρόνοι: το παρελθόν.
οἱ ἄνωθεν: οι πρόγονοι.
πολλοῦ ἄξιος: αξιόλογος.
οὐδενὸς ἄξιος: ασήμαντος.
ἄξιός εἰμι: δικαιούμαι.
ἀπαθής: αβλαβής, αναίσθητος.
ἀπεῖπον: αρνήθηκα.
ἀπεῖπον + απρφτ: απαγόρευσα.
ἀπεῖπον + μτχ: κουράστηκα.
ἀπειρημένον: το απαγορευμένο.
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν: για να το πω γενικά.
τὸ ἀποβαῖνον: το αποτέλεσμα.
ἀποδείκνυμι νόμον: δημοσιεύω νόμον.
ἀποδίδωμι τὰ ὀνόματα: ανακοινώνω τα ονόματα.
ἀποκνέω-ῶ: από φόβο αποφεύγω.
ἀποκνῶ τὸν πλοῦν: αναβάλλω την εκστρατεία από φόβο.
ἀπόμισθος: απλήρωτος.
ποιῶ τινα ἀπόμισθον: απολύω κάποιον χωρίς καταβολή μισθού.
ἀπορία: δυσκολία, στεναχώρια, έλλειψη.
εἰς ἀπορίαν καθίσταμαι: περιέρχομαι σε δύσκολη θέση.
ἐν ἀπόροις εἰμί: βρίσκομαι εν μέσω δυσχερειών.
ἀποστερέω-ῶ: αφαιρώ, αρπάζω.
ἀποτρέπομαι: αποσύρομαι.
ἀποτρέπομαι ἄλλην ὁδόν: στρέφομαι σε άλλη οδό.
ἀποχρῶμαι τινα: φονεύω κάποιον.
ἅπτομαι: αγγίζω, εξετάζω.
ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων: αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
ἀργύριον: χρήματα, τεμάχιο αργύρου.
σκοπῶ τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον: αποβλέπω προς το οικονομικά ωφέλιμο.
ἄρνυμαι: κερδίζω, αποκομίζω.
ἄρχομαι: εξουσιάζομαι.
σφόδρα ἄρχομαι: καταπιέζομαι ως πολίτης.
ἀσύμφορον: ζημία.
ἄτιμος: ο στερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων.
ἄτιμον τινά ποιοῦμαι: τιμωρώ κάποιον στερώντας του τα πολιτικά δικαιώματα.
αὐτόματος θάνατος: φυσικός θάνατος.
ἐπὶ πᾶν ἀφικνοῦμαι: δοκιμάζω κάθε μέσο.
βαθύνω τὴν φάλαγγα: αυξάνω το βάθος της φάλαγγας.
βαρὺς εἰμί τινι: είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.
βίᾳ πάσχω: ασκείται εναντίον μου βία.
πρὸς τὸ βίαιον: διά της βίας.
βλασφημία: κακολογία.
ἀπολύομαι τὰς βλασφημίας: διαλύω τις κατηγορίες.
βούλομαι τά τινος: έχω τα φρονήματα κάποιου.
τὸ βουλόμενον: η επιθυμία.
τὶ βούλεται ταῦτα;: τι σημαίνουν αυτά;
βραχύς: μικρός, σύντομος.
ὡς ἐν βραχεῖ εἰπεῖν: για ναμην πολυλογώ.
γείνομαι: γεννιέμαι.
οἱ γεινάμενοι: οι γονείς.
ὁ ἐγγύτατα γένους: ο στενός συγγενής.
γίγνομαι ἐπί τινι: περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.
γίγνομαι ὑπό τινι: υποτάσσομαι σε κάποιον.
γιγνόμενοι δασμοί: εισπραττόμενοι φόροι.
οὕτω γιγνώσκω: τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.
γιγνώσκω τὰ δίκαια: λαμβάνω δίκαιη απόφαση.
προσέχω τὴν γνώμην: στρέφω την προσοχή.
τοιαύταις γνώμαις χρῶμαι: έχω τέτοιες αντιλήψεις.
ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ: χάνω το θάρρος μου.
γνωρίμως ἔχω: διάκειμαι φιλικά.
δαίμων: θεός, μοίρα.
σὺν δαίμονι: κατά τύχη.
δαμοσία σκηνή: σκηνή του βασιλιά της Σπάρτης.
οἱ περὶ τὴν δαμοσίαν: το συμβούλιο του βασιλιά.
τὰ δεινά: οι συμφορές.
ἐν δεινῷ εἰμι: βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.
δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες: ανταλλάξαντες χειραψία μετά διαβεβαιώσεων
δεξιὰς φέρω: φέρω διαβεβαιώσεις.
δεῖ: είναι ανάγκη.
δεῖ τινος: υπάρχει έλλειψη κάποιου.
τὰ δέοντα: τα πρέποντα, το καθήκον.
δέομαι: παρακαλώ, στερούμαι.
δέομαι βίου: έχω ανάγκη να κερδίσω τη ζωή μου.
δημοσίᾳ: με δαπάνες του δημοσίου.
διαγιγνώσκω: ξεχωρίζω, διακρίνω, αποφασίζω.
διεγνωσμένη κρίσις: ειλημμένη απόφαση, αυτή που έχει παρθεί.
διάγνωσιν ποιοῦμαι: εκδίδω απόφαση.
δίαιτα: τρόπος ζωής.
διαιτῶμαι ἀφθόνως: ζω πλουσίως.
διακρούομαι τὸ δοῦναι δίκην: διαφεύγω την τιμωρία.
διαμένω ὤν: συνεχώς είμαι.
διάνοιαν: νους, πνεύμα, ιδέα.
ἀνθρώπινη διάνοια: ανθρώπινη λογική.
διαψήφισις: ψηφοφορία, απόφαση.
τὰ πρὸς ἀλλήλους δίκαια: οι αμοιβαίες υποχρεώσεις.
ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις: με κάθε ειλικρίνεια.
τὰ δίκαια πράττω: ασκώ τη δικαιοσύνη.
δίκη: δικαιοσύνη.
ἐσχάτη δίκη: μέγιστη τιμωρία.
δίκην δίδωμι: τιμωρούμαι.
δίκην λαμβάνω: τιμωρώ.
δίκην ὀφλισκάνω: καταδικάζομαι.
δίκην ὑπέχω: υποβάλλομαι σε δίκη.
ἀγωνίζομαι δίκην: υπερασπίζω δικαστική υπόθεση.
δίδωμι δίκας ἴσας καὶ ὁμοίας: δικάζω με βάση την ισονομία.
ὁ διώκων: ο κατήγορος.
ὁ διωκόμενος: ο κατηγορούμενος.
εὖ ή κακῶς δρῶ τινα: ευεργετώ ή βλάπτω κάποιον.
εὖ δεδραγμένα: κατορθώματα.
δύναμις: επιρροή, ικανότητα.
εἰμὶ ἐν δυνάμει: έχω στα χέρια μου την εξουσία.
τὸ κατὰ δύναμιν εἶναι: όσο είναι δυνατό.
δυναστεία: κυριαρχία, εξουσία.
ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν: καταλύω τη βασιλεία.
τὰ δύσφορα: οι θλίψεις, οι δυστυχίες.
ἐγκαλέω-ῶ: κατηγορώ.
ἴδια ἐγκλήματα: ιδιωτικά συμφέροντα.
ἔγωγε: εγώ τουλάχιστον.
τὸ κατ' ἐμέ: όσο εξαρτάται από μένα.
ἐθίζω: συνηθίζω κάποιον να…
ἐθίζομαι: συνηθίζω εγώ να…
εἰκάζω: απεικονίζω, συμπεραίνω, παρομοιάζω.
ὡς εἰκάσαι: όσο μπορεί κανείς να μαντεύσει.
τὸ νῦν εἶναι: τώρα.
τὸ σήμερον εἶναι: σήμερα.
ἐν τινί ἐστι: εξαρτάται από κάποιον.
ἔστιν ὅστις: κάποιος.
οὐκ ἔστιν ὅστις: κανείς.
ἔστιν ὅπως: κάπως.
οὐκ ἔστιν ὅπως: με κανέναν τρόπο.
ἐσόμενοι: μεταγενέστεροι.
εἰμὶ ἀπό τινος: είμαι μακριά από κάποιον.
εἰμὶ ἐπί τινα: είμαι εναντίον κάποιου.
εἰσαγγέλλω τινά: καταγγέλλω κάποιον.
εἰσαγγέλλω τινί τι: αναγγέλλω κάτι σε κάποιον.
εἰσέρχεται τινά: έρχεται στο νου κάποιου.
εἴωθα: συνηθίζω.
τὸ εἰωθός: η συνήθεια.
ἐγκαλοῦμαι τὴν ὀργήν: διεγείρω την οργή.
ἐκφαίνω πόλεμον: κηρύττω πόλεμον.
ἐκφεύγω δίκην: αθωώνομαι.
ἐλαύνω: οδηγώ, προχωρώ έφιππος.
εἰς τοσοῦτον ἐλαύνω: προχωρώ μέχρι σ’ αυτό το σημείο.
ἐμπίπτω: εισορμώ, προσβάλλω, επιτίθεμαι.
ἐναγώνιοι θεοί: οι επόπτες των αγώνων.
ἔννοια: σκέψη, σκόπος.
ἐντείνω: τεντώνω, επιμένω.
ἐξαγώγιμα: τα εξαγόμενα προϊόντα.
ἔξαρνός εἰμι: αρνούμαι.
ἐξηγέομαι-οῦμαι: είμαι αρχηγός, διοικώ.
ἐξηγοῦμαι ἀγαθόν τί τινα: ως οδηγός παρέχω ωφέλιμη υπηρεσία.
ἐπαναχωρέω-ῶ: επανέρχομαι, αποσύρομαι.
ἐπαναχωρέω-ῶ εἰς τοὔμπαλιν: επιστρέφω.
ἐπέκεινα: πέρα (επιρρηματική σημασία).
οἱ ἐπέκεινα: οι προγενέστεροι (σαν επιθετικός προσδιορισμός).
ἐπέχω: αναβάλλω, εμποδίζω, συγκρατώ.
ἐπέχω ὧν ὥρμηκα: αναβάλλω τα σχέδιά μου
ἐπιβολή: τοποθέτηση, πρόστιμο.
ἐπιβουλή: εχθρική ενέργεια, σχέδιο εναντίον κάποιου.
ἐπίκουρος: βοηθός, σύμμαχος.
ἐπιμέλειαν ποιοῦμαι: φροντίζω.
ἐπιτήδειος: κατάλληλος.
ἐπιτίμιος: αυτός που γίνεται προς τιμήν κάποιου.
ἐπίτιμος: ο έχων πολιτικά δικαιώματα.
ἐργάζομαι χρήματα: αποκτώ χρήματα.
ἔργῳ: εμπράκτως.
ἔρχομαι εἰς τὰ παραγγελλόμενα: υπακούω.
διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐλήλυθα: εκπλήρωσα όλα τα καθήκοντα.
εἰς ὀργὰς ἔρχομαί τινι: οργίζομαι με κάποιον.
εὐωχία: ευθυμία σε συμπόσιο.
ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ: προσεγγίζω την αλήθεια.
ἔχω + απρφτ: μπορώ να…
οὐκ ἔχω ὅπως: δε γνωρίζω ή αγνοώ πως…
λόγος (κατ)ἔχει: διαδίδεται, υπάρχει φήμη.
ὀργὴν ἔχω: προκαλώ.
συγγνώμην ἔχω: συγχωρώ.
ζημία: βλάβη, ποινή, τιμωρία.
ἡβάω-ῶ: διανύω την εφηβική ηλικία.
οἱ ἡβῶντες: οι νέοι.
ἡγεμονεύω ὁδόν: προπορεύομαι.
σπεύδω τὴν ἡγεμονίαν: επιδιώκω την αρχήν.
οἱ ἡγούμενοι: οι κυβερνώντες.
ἡγοῦμαι θεούς: πιστεύω στους θεούς.
ἥδομαι: ευχαριστιέμαι.
ἡδέως: ευχαρίστως.
ἡδέως ἔχω πρός: διάκειμαι ευνοϊκά προς…
ἥκιστα: ελάχιστα.
οὐχ ἥκιστα: μάλιστα.
ὅτι ἥκιστα: όσο το δυνατόν λιγότερο.
ἥκω: έχω έλθει.
τὰ ἡμέτερ' αὐτῶν: το καθήκον μου.
τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός: το μεσονύκτιο.
ἡττάομαι-ῶμαι: είμαι κατώτερος, υστερώ.
ἡττῶμαι τῇ γνώμῃ: χάνω το θάρρος μου.
θαῦμα παρίσταταί μοι: μου γεννιέται η απορία.
θεραπεύω: υπηρετώ, λατρεύω.
θεωρῶ: είμαι εκπρόσωπος πόλης σε μαντείο.
θύομαι ἰέναι: συμβουλεύομαι τα ιερά.
θωπεία: κολακεία.
θωπεῖαι λόγων: κολακείες.
ἴδιον: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
ἱκετήριος: αυτός που ανήκει σε ικέτες.
(ἀφ)ικνοῦμαι εἰς ἄνδρας: φθάνω στην ανδρική ηλικία.
(ἀφ)ικνοῦμαι τινι ἐς λόγους: συνομιλώ με κάποιον.
ἵστημι τὰ ὄμματα: προσηλώνω.
ἵστημι χαλκοῦς: εγείρω αδριάντα.
ἵστημι βασιλέα: διορίζω βασιλιά.
ἰσχύω παρά τινι: έχω επιρροή πλησίον κάποιου.
καθίσταμαι τὴν πολιτείαν: τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως.
καιρός: αρμοδιότητα, κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία.
ὁ ἐπιὼν καιρός: το μέλλον.
ἐν καιρῷ τινί εἰμι: είμαι χρήσιμος σε κάποιον.
κακῶς γίγνεταί τινι: έχει κακή έκβαση.
καταγίγνομαι ἐν τόπῳ: διαμένω, κατοικώ.
καταλύω: καταστρέφω, τερματίζω, καταστέλλω.
καταστασιάζω τινα: σχηματίζω αντίπαλο κόμμα εναντίον κάποιου.
καταστασιάζομαι ὑπὸ τινός: βρίσκω αντίδραση εκ μέρους κάποιου.
κατατείνω: επιμένω, αγωνίζομαι.
καταψηφίζομαι: καταδικάζω.
ἡ δίκη καταψηφίζεται: εκδίδεται καταδικαστική απόφαση.
κέρας: άκρο παράταξης στρατιωτικής, σάλπιγγα.
τὸ κοινόν: το σύνολο των πολιτών.
κόπτω τὴν χώραν: ερημώνωτ η χώρα.
κράτος: δύναμη, εξουσία.
ἀνὰ κράτος: με όλη τη δύναμη, διά της βίας.
λαγχάνω: εκλέγομαι με κλήρο, προστατεύω κάποιον τόπο.
λανθάνω: διαφεύγω την προσοχή.
λανθάνω ἐμαυτόν: λησμονώ.
τὸ λεῖπον: η έλλειψη.
τὸ λειπόμενον: το υπόλοιπο.
λόγος κατέχει: υπάρχει παράδοση.
ἔρχομαι εἰς λόγους τινί: έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον.
μαρτυρῶ τὰ ψευδῆ: δίνω ψευδείς μαρτυρίες.
μέγα φρονῶ: υπερηφανεύομαι.
μέλει μοί τινος: φροντίζω κάτι.
μέλον ἐστί: υπάρχει φροντίδα για κάτι.
ἐν μέρει: κατά σειρά.
μεταμέλει: επέρχεται μεταμέλεια.
μεταπορεύομαι: ακολουθώ, επιδιώκω.
μετάστασις: μετακίνηση, μεταβολή.
μετάστασις βίου: θάνατος.
τὸ μετέωρον: υψηλόν μέρος.
μακραὶ νῆες: πολεμικά πλοία.
στρογγύλαι νῆες: εμπορικά πλοία.
ἀντίπρωροι νῆες: πλοία έτοιμα για ναυμαχία.
νέμω: μοιράζω, βόσκω.
νεωτερίζω: επιχειρώ, μεταβολές.
νικῶ δίκην κλήρου: κερδίζω τη δίκη.
νομίζω: πιστεύω, θεωρώ.
νομίζω + δοτική (ἀγῶσι, θυσίαις): τέλω αγώνες, θυσίες.
νόμος: νόμος, συνήθεια, έθιμο.
νόμον τίθημι: θεσπίζω νόμον.
λύω τὸν νόμον: καταργώ το νόμο.
ὁ νοῦν ἔχων: ο γνωστικός.
πόρρω τῆς νυκτός: σε προχωρημένη ώρα της νύκτας.
ξένος: φιλοξενούμενος, φίλος.
οἶδα + απρφτ: είμαι ικανός να…
ἔχω + απρφτ: μπορώ να…
οἰκεία ἔχθρα: προσωπική έχθρα.
οἰκέτης: υπηρέτης.
οἰκέται: τα γυναικόπαιδα του σπιτιού.
οἶκος: κατοικία, περιουσία.
ἡ οἴκοι (πόλις): η πατρίδα.
οἱ οἴκοι: οι συμπατριώτες.
οἷός τέ εἰμι + απρφτ: είμαι ικανός να…
οἷόν τ' ἐστι + απρφτ: είναι δυνατόν να…
ὀλίγωρος: αδιάφορος, αμελής.
ὅμορος: γείτονας.
ὄνειδος: ντροπή, μομφή.
τίθεμαι τὰ ὅπλα: στρατοπεδεύω.
ὅρκιος: ορκισμένος, ο δεμένος με όρκο.
ὅρκιοι θεοί: οι θεοί στους οποίους ορκίζεται κανείς.
οὐδαμοῦ: πουθενά.
ὀφλισκάνω: οφείλω.
ὀφλισκάνω δίκην: καταδικάζομαι.
ὀχλώδης: ταραχώδης.
ὄψις: όραση, εμφάνιση.
ὀψὲ τῆς ἡμέρας: αργά το βράδυ.
παράγω τὸ στράτευμα: οδηγώ το στράτευμα.
παράγω τινὰ εἰς τὸν δῆμον: εισάγω κάποιον στην εκκλησία του δήμου.
παράταξις: παράταξη, πολιτική ομάδα.
παρατείνω: αναπτύσσω τη φάλαγγα.
παρατυγχάνω: είμαι παρών τυχαία.
ἐκ τοῦ παρατυχόντος: εκ του προχείρου.
παραυτίκα: την ίδια στιγμή.
παραχρῆμα: αμέσως.
παρέρχομαι: λαμβάνω το λόγο, υπερτερώ, παρουσιάζομαι.
παρέρχομαί τινα ἄρχοντα: αναγνωρίζω κάποιον ως στρατηγό μου.
τὸ παροιμιαζόμενον: όπως λέει η παροιμία.
πάσχω τὰ ἔσχατα: θανατώνομαι.
παύομαι τῆς διανοίας: εγκαταλείπω τη σκέψη.
πείθομαι (τινί): υπακούω, πείθομαι σε κάποιον.
πείθω χρήμασι: διαφθείρω κάποιον με χρήματα.
πενέστης: υπηρέτης, εργάτης.
πέρας: τέρμα, αποτέλεσμα.
πέρας ἔχω τινός: εξασφαλίζω κάτι στο έπακρο.
περιέπω: περιποιούμαι.
περιττὰ φρονῶ: έχω ιδιόρρυθμες σκέψεις.
πίστις: εμπιστοσύνη, βεβαιότητα, τιμιότητα.
πλοῦς: πλους, εκστρατεία.
τὸ μῆκος τοῦ πλοῦ: το μέγεθος της απόστασης.
ποιῶ τινα ὑπό τινι: υποτάσσω κάποιον.
ποιῶ τινα ἐπί τινι: ορίζω κάποιον επικεφαλής.
ποιῶ ἐκκλησίαν: συγκαλώ συνέλευση.
ποιοῦμαι τὴν διάγνωσιν: εκδίδω απόφαση.
περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι: αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία.
ποιοῦμαι λήθην: λησμονώ.
ποικίλως ἔχω: διαφέρω.
ποινὰς δίδωμι: τιμωρούμαι.
ποινὰς λαμβάνω: τιμωρώ.
πολεμικῶς ἔχω: διάκειμαι εχθρικά.
τὸ πολέμιον: η έχθρα.
πολιτεύω: είμαι πολίτης.
πολιτεύομαι: αναμειγνύομαι στα πολιτικά.
πολιτεύω κακῶς: ασκώ κακή πολιτική.
πλέον φέρομαί τινος: υπερισχύω κάποιου.
οἱ ἐν τοῖς πράγμασι: οι κυβερνώντες.
πράττω τὴν εἰρήνην: ενεργώ για να γίνει ειρήνη.
πρέσβυς: απεσταλμένος.
πρεσβύτερος: μεγαλύτερος σε ηλικία.
προάγω: οδηγώ εμπρός, παρακινώ.
προαίρεσις: προτίμηση.
προγίγνομαι: εμφανίζομαι πριν.
ἐκ προνοίας: εσκεμμένα.
προσδεῖ: υπάρχει ακόμη ανάγκη.
τὰ προσιόντα: τα εισοδήματα.
προσθήκη: συμπλήρωμα, βοήθεια.
πρόσω: εμπρός.
πρύμνας λύω: αποπλέω.
ρώννυμι: δίνω δύναμη, είμαι δυνατός.
σαφήνεια τοῦ στόματος: καθαρότητα του λόγου.
πλήθουσα σελήνη: πανσέληνος.
σκοπῶ πρὸς ἀλήθειαν: σκέφτομαι αποβλέποντας στην αλήθεια.
σπονδή: σπονδή.
σπονδαί: ανακωχή.
λύω τὰς σπονδάς: παραβιάζω τις συνθήκες.
στρογγύλη ναῦς: εμπορικό πλοίο.
συγγνώμην ἔχω τινι: συγχωρώ.
συγγνώμης τυγχάνω: συγχωρούμαι.
συγκεῖται: έχει συμφωνηθεί.
συνάγω: συγκεντρώνω, συναθροίζω.
συνελὼν λέγω: λέγω εν συντομία.
συνάλλαγμαι: συμβόλαιο, συνθήκη.
συνίστημι πόλεμον: από κοινού κηρύττω πόλεμον.
σύνοιδα: γνωρίζω καλά.
συνουσία: συναναστροφή, επικοινωνία.
ποιοῦμαι τὴν συνουσίαν: επικοινωνώ.
σχολή: οκνηρία, αδράνεια.
τάξις: στρατιωτική παράταξη, τακτοποίηση.
τὰ ἀμφὶ τάξεις: η στρατιωτική τακτική.
τεκμήριον: απόδειξη.
τελευτῶ τὸν βίον: πεθαίνω.
τελευτῶ τὸν βίον ὑπό τινος: φονεύομαι.
τέλος: αποτέλεσμα, σκοπός, φόρος.
τέλος ὠνοῦμαι: εισπράττω τους φόρους του δημοσίου.
τίθημι ἀγῶνα: διοργανώνω αγώνα.
τίθημι νόμον: νομοθετώ.
τιμῶμαι φυγῆς: προτείνω να μου επιβληθεί η ποινή της εξορίας.
τιμωρία: βοήθεια, τιμωρία.
ἑτοιμάζομαι τιμωρίαν: εξασφαλίζω βοήθεια.
τίνω: αποδίδω, πληρώνω.
τίνω χάριν τινί: αποδίδω ευγνωμοσύνη σε κάποιον.
τίνω τιμήν: αποδίδω τιμή.
τίνω δίκην: τιμωρούμαι.
τοὔμπαλιν: αντίθετα, αντίστροφα, ενάντια.
τραχέως περιέπω τινά: φέρομαι σκληρά σε κάποιον.
τρίβω: τρίβω, αναβάλλω, καταστρέφω, σπαταλώ.
ὑβρίζω: φέρομαι αλαζονικά, βλάπτω, περιφρονώ.
ὕβρις: θράσος, ταπείνωση, αδικία, αυθαιρεσία.
ἄν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ: αν υπάρχει αρκετός χρόνος.
ἀποδίδωμί τινι τὸ ὕδωρ: δίνω σε κάποιον τη σειρά να μιλήσει.
ὑπάγω: υποτάσσω, αποσύρω από κάτω κρυφά, προσελκύω.
ὕπαρ: όραμα.
οὔτε ὄναρ οὔτε ὕπαρ: με κανέναν τρόπο.
ὑπείκω: αποχωρώ, αποσύρομαι.
ὑπερδέξιος: ανώτερος.
ὑπερορία γῆ: η ξένη χώρα.
ὑπέχω: παρέχω, υποστηρίζω, υποτάσσω.
ὑπέχω ἐμαυτόν τινι: είμαι στη διάθεση κάποιου.
ὑπέχω αἰτίαν τινός: κατηγορούμαι για κάτι.
ὑποδεής: ελλιπής.
ὑποδεέστερος: κατώτερος.
ὑποδύω (ή ὑποδύνω): εισχωρώ.
κίνδυνον ὑποδύω: κινδυνεύω.
ὑπόκειμαι: παραμένω, υποτάσσομαι.
ὑποκρίνομαι τραγωδίαν: λαμβάνω μέρος σε τραγωδία.
ὑποσημαίνω: δίνω σύνθημα με τη σάλπιγγα.
ὑποτέμνομαι: προσπαθώ να ανακόψω.
ὑποτέμνομαι τὸν πλοῦν: ματαιώνω το ταξίδι.
ὑποχείριος: αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου.
ὑστερῶ τῆς πατρίδος: αδυνατώ να υπερασπίσω την πατρίδα.
ὑφίσταμαι ἀρχήν: λαμβάνω αξίωμα.
φαίνω: φανερώνω, αποκαλύπτω, πληροφορώ.
τὰ φανθέντα: οι καταγγελίες.
φαῦλος: ασήμαντος, χυδαίος.
τὸ φαῦλον: η κακοήθεια.
πάνυ φαύλως: σε αθλιότατη κατάσταση.
φέρω χάριν: ευγνωμονώ.
φέρω τὴν ψῆφον: αποφασίζω με την ψήφο μου.
φέρω βαρέως: αγανακτώ.
εὖ φέρομαι παρά τινι: προκαλώ την εκτίμηση κάποιου.
φεύγω: καταφεύγω, εξορίζομαι, κατηγορούμαι.
ὁ φεύγων: ο κατηγορούμενος.
φθονῶ: φθονώ, αρνούμαι.
φιλανθρώπως ἔχω: εκδηλώνω φιλάνθρωπα αισθήματα.
φιλοτιμία: φιλοδοξία, τιμή.
φοιτῶ: συχνάζω, μαθητεύω.
τάττω φόρον: επιβάλλω φορολογία.
εὖ φρονῶ: σκέφτομαι σωστά.
τὰ ἀμείνω φρονῶ: έχω τις καλύτερες διαθέσεις.
φρόνιμος γίγνομαι: ενεργώ με περίσκεψη.
φρυκτοί: πυρσοί, δαυλοί.
κατάγω φυγάδα: επαναφέρω στην πατρίδα εξόριστο.
χαλεπός: δύσκολος, δυσβάστακτος, αυστηρός.
χαλεπός εἰμί τινι: αγανακτώ εναντίον κάποιου.
χαλκοῦν ἱστημι: στήνω χάλκινο αδριάντα.
χαρίζομαι: κάνω χάρη, δείχνω εύνοια.
χάριν οἶδά τινι: ευγνωμονώ κάποιον.
χάριν κομίζομαι: δέχομαι εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης.
εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι: συγκρούομαι με κάποιον.
πολλῇ χειρί: με πολύ στράτευμα.
χρεία: ωφέλεια, ανάγκη, έλλειψη.
χρῶμαι τῷ πράγματι: αντιμετωπίζω την κατάσταση.
χρώμενοι μιᾷ γνώμῃ: ομόφωνα.
χρῶμαι νόμοις: ζω σύμφωνα με τους νόμους.
χρῶνται οὕτω...: έτσι συνηθίζουν…
τὸ χρησθέν: η απάντηση του μαντείου.
ἐν χρῷ περιπλέω: κοντά στην ακτή πλέω.
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος: διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.
ψηφίζομαι: αποφασίζω με την ψήφο μου.
ψήφισμα γράφω: υποβάλλω στην εκκλησία του δήμου έγγραφη πρόταση.
ψιλοί: οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες.
ὠνέομαι-οῦμαι: αγοράζω, νοικιάζω.
ὥρα: εποχή, ώρα, κατάλληλος χρόνος.
ὡραῖος: ώριμος, έγκαιρος.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

ΑΓΝΩΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΡΩΤΟ ΠΑΚΕΤΟ)


1o ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Οἱ δὲ Θηβαῖοι ἐπεὶ ἐν τῷ πεδίῳ ἐγένοντο ἐν τῷ τεμένει τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο. Καὶ διὰ μὲν τῆς γεφύρας οὐδ’ἐπεχείρουν διαβαίνειν ἐπὶ τὴν πόλιν· καὶ γὰρ ἐν τῷ τῆς Ἀλέας ἱερῷ ἐφαίνοντο ἐναντίοι οἱ ὁπλῖται· ἐν δεξιᾷ δ’ ἔχοντες τὸν Εὐρώταν παρῇσαν κάοντες καὶ πορθοῦντες πολλῶν ἀγαθῶν μεστὰς οἰκίας. Τῶν δ’ ἐκ τῆς πόλεως αἱ μὲν γυναῖκες οὐδὲ τὸν καπνὸν ὁρῶσαι ἠνείχοντο, ἅτε οὐδέποτε ἰδοῦσαι πολεμίους· οἱ δὲ Σπαρτιᾶται ἀτείχιστον ἔχοντες τὴν πόλιν, ἄλλος ἄλλῃ διαταχθείς, μάλα ὀλίγοι καὶ  ὄντες καὶ φαινόμενοι ἐφύλαττον. Ἔδοξε δὲ τοῖς τέλεσι καὶ προειπεῖν τοῖς Εἵλωσιν, εἴ τις βούλοιτο ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίθεσθαι, τὰ πιστὰ λαμβάνειν ὡς ἐλευθέρους ἐσομένους ὅσοι συμπολεμήσαιεν.

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, 6, 5, 27-28

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Ἀλέα: επωνυμία της Αθηνάς κάω: καίω, πυρπολώ τὰ τέλη: οι άρχοντες, οι έφοροι προαγορεύω:
διακηρύσσω από πριν εἰς τάξιν τίθεμαι: παίρνω θέση για μάχη τὰπιστὰλαμβάνω: παίρνω
ένορκη διαβεβαίωση

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφράσετε το κείμενο.
2. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
τεμένει: τη δοτική πληθυντικού.
Ἀπόλλωνος: την κλητική ενικού.
γυναῖκες: την κλητική ενικού
ὀλίγοι: τον ίδιο τύπο του συγκριτικού βαθμού.
τάξιν: τη δοτική πληθυντικού.
3. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
διαβαίνειν: τον ίδιο τύπο στον Αόριστο στην ίδια φωνή.
ἐφαίνοντο: τον ίδιο τύπο στον β΄ παθητικό Αόριστο.
ἠνείχοντο: το β΄ ενικό της προστακτικής Αορίστου στην ίδια φωνή.
ἰδοῦσαι: τον ίδιο τύπο στον Μέλλοντα στην ίδια φωνή.
τίθεσθαι: το β΄ ενικό της προστακτικής Ενεστώτα στην ενεργητική φωνή.
4α. τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐναντίοι, ἀγαθῶν, ὀλίγοι, ἀτείχιστον: Να αναγνωρίσετε
συντακτικά τους όρους.
β.Στην τελευταία περίοδο του αποσπάσματος να αναγνωρίσετε τον υποθετικό λόγο
αφού μετατρέψετε τον πλάγιο λόγο σε ευθύ.
5. Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τις μετοχές του αποσπάσματος.

 2o ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

  Καὶ ἡ πόλις δέ τοι, ἔφη, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, ἡ ἡμετέρα, ἣ δοκεῖ εὐδαίμων εἶναι, εὖ ἴστε ὅτι τἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ ἐκτήσατο οὐ ῥᾳθυμοῦσα, ἀλλὰ ἐθέλουσα καὶ πονεῖν καὶ κινδυνεύειν, ὁπότε δέοι. Καὶ ὑμεῖς οὖν ἦτε μὲν καὶ πρότερον, ὡς ἐγὼ οἶδα, ἄνδρες ἀγαθοί∙ νῦν δὲ πειρᾶσθαι χρὴ ἔτι ἀμείνους γίγνεσθαι, ἵν᾽ ἡδέως μὲν συμπονῶμεν, ἡδέως δὲ συνευδαιμονῶμεν.  τί γὰρ ἥδιον ἐστί ἢ μηδένα ἀνθρώπων κολακεύειν μήτε Ἕλληνα μήτε βάρβαρον ἕνεκα μισθοῦ, ἀλλ᾽ ἑαυτοῖς ἱκανοὺς εἶναι τὰ ἐπιτήδεια πορίζεσθαι, καὶ ταῦτα ὅθενπερ κάλλιστον;
Ξενοφωντος Ελληνικά Ε΄/Ι

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

τοι = πράγματι
ῥᾳθυμοῦσα → ῥᾳθυμῶ = είμαι ράθυμος, οκνηρός
πονῶ = κοπιάζω
ὅθενπερ = από όπου

Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

Να μεταφραστεί το παραπάνω κείμενο
Να γίνει συντακτική αναγνώριση των υπογραμμισμένων λέξεων.
«καὶ ἡ πόλις… συνευδαιμονῶμεν» : να εντοπίσετε και να αναγνωρίσετε αναλυτικά τρία από τα πέντε είδη των δευτερευουσών προτάσεων που υπάρχουν στο απόσπασμα.
Να γίνουν οι μετατροπές που ζητούνται:
α)                                                                                               
πόλις: κλητική ενικού
ἄνδρες: δοτική πληθυντικού
ἡδέως: υπερθετικός βαθμός
ἀμείνους: γενική ενικού
ἣ: αιτιατική πληθυντικού
εὐδαίμων: κλητική ενικού
          β)
γίγνεσθαι: β’ ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου β’
πειρᾶσθαι: γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού
εἶναι: γ’ πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα
ἔφη: α’ πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα
 Να αναγνωριστούν συντακτικά οι υπογραμμισμένες λέξεις-φράσεις των παρακάτω προτάσεων:
Ὁ τοῦ πατρός οἶκος ἐστί πλίνθων.
Ἡ πόλις ἡμῶν ἐτίμα καὶ τότε τοὺς ἀγαθούς.
Θηβαῖοι οὐκ ἐπαίδευσάν σε κακόν.
Οὐκ ἄν δύναιο μὴ καμὼν (κάμνω= κουράζομαι) εὐδαιμονεῖν.
Oἱ δ’ ἐπὶ τοῦ τείχους, καὶ θέρους καὶ χειμῶνος ἐταλαιπωροῦντο.
Tὰ δὲ πολλοῦ ἄξια ὄντα ὀλίγου πιπράσκεται.
Βασιλεὺς γὰρ καὶ τύραννος ἅπας ἐχθρὸς ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις ἐναντίος.
Κατέλιπε πέντε ταλάντων οὐσίαν.
Προσήκει ἡμῖν λέγειν τά δίκαια.

 3ο ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ἄνδρες στρατιῶται, τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν, οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται. Νομίζω δ' ἔγωγε, εἰ ἐκεῖνοι ἀπολοῦνται, οὐδ' ἡμῖν εἶναι οὐδεμίαν σωτηρίαν, οὕτω μὲν πολλῶν ὄντων τῶν πολεμίων, οὕτω δὲ τεθαρρηκότων. Κράτιστον οὖν ἡμῖν ὡς τάχιστα βοηθεῖν τοῖς ἀνδράσιν, ὅπως εἰ ἔτι εἰσὶ σῷοι, σὺν ἐκείνοις μαχώμεθα καὶ μὴ μόνοι λειφθέντες μόνοι καὶ κινδυνεύωμεν. Ἡμεῖς γὰρ ἀποδραίημεν ἂν οὐδαμοῖ ἐνθένδε· πολλὴ μὲν γάρ, ἔφη, εἰς Ἡράκλειαν πάλιν ἀπιέναι, πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν διελθεῖν· οἱ δὲ πολέμιοι πλησίον· εἰς Κάλπης δὲ λιμένα, ἔνθα Χειρίσοφον εἰκάζομεν εἶναι, εἰ σέσωσται, ἐλαχίστη ὁδός.  Ἀλλὰ δὴ ἐκεῖ μὲν οὔτε πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ οὐδὲ μιᾶς ἡμέρας ἔστι τὰ ἐπιτήδεια. Τῶν δὲ πολιορκουμένων ἀπολομένων σὺν τοῖς Χειρισόφου μόνοις κάκιόν ἐστι διακινδυνεύειν ἢ τῶνδε σωθέντων πάντας εἰς ταὐτὸν ἐλθόντας κοινῇ τῆς σωτηρίας ἔχεσθαι.

Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις, 6, 3, 12-15

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ἀπόλλυμαι = χάνομαι, καταστρέφομαι λείπομαι = αφήνομαι, εγκαταλείπομαι οὐδαμοῖ = πουθενά
ἐνθένδε = από εδώ πολλή (ενν. ὁδός) = πολύς δρόμος, μεγάλη απόσταση εἰκάζω = συμπεραίνω,
υπολογίζω αὐτοῦ (επίρρ) = εδώ ἔχομαι τῆς σωτηρίας = αντιμετωπίζω τη σωτηρία

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφράσετε το κείμενο.
2. Να γράψετε την κλητική ενικού και τη δοτική πληθυντικού των παρακάτω λέξεων:
στρατιῶται, ὄντων, λειφθέντες, λιμένα, ὁδός.
3. Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
τεθνᾶσιν: τον ίδιο τύπο του Μέλλοντα στη φωνή που βρίσκεται.
πολιορκοῦνται: τον ίδιο τύπο της ευκτικής στον χρόνο που βρίσκεται.
ἀπολοῦνται: το απαρέμφατο Παρακειμένου στη φωνή που βρίσκεται.
σέσωσται: το γ΄ πληθ. οριστικής Υπερσυντέλικου στη φωνή που βρίσκεται.
ἀποπλευσούμεθα: το β΄ πληθ. οριστικής Παρατατικού στη φωνή που βρίσκεται.
4. Να αναγνωρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους:
ἡμῖν (το 1ο), τεθαρρηκότων, ἀπιέναι, οἷς, ἡμέρας.
5.α. Να μετατρέψετε τον πλάγιο λόγο σε ευθύ στο παρακάτω απόσπασμα:
Νομίζω ἔγωγε ἡμῖν εἶναι οὐδεμίαν σωτηρίαν.
β. Να αναλύσετε την παρακάτω μετοχή στην αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση:
(ἡμῖν) μένουσι δὲ αὐτοῦ.

 4ο ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Πατέρες γάρ τινες σπεύδοντες τοὺς παῖδας ἐν πᾶσι τάχιον πρωτεῦσαι πόνους αὐτοῖς ὑπερμέτρους ἐπιβάλλουσιν, οἷς ἀπαυδῶντες ἐκπίπτουσι, καὶ ἄλλως βαρυνόμενοι ταῖς κακοπαθείαις οὐ δέχονται τὴν μάθησιν εὐηνίως. Ὥσπερ γὰρ τὰ φυτὰ τοῖς μὲν μετρίοις ὕδασι τρέφεται, τοῖς δὲ πολλοῖς πνίγεται, τὸν αὐτὸν τρόπον ψυχὴ τοῖς μὲν συμμέτροις αὔξεται πόνοις, τοῖς δ’ ὑπερβάλλουσι βαπτίζεται. Δοτέον οὖν τοῖς παισὶν ἀναπνοὴν τῶν συνεχῶν πόνων, ἐνθυμουμένους ὅτι πᾶς ὁ βίος ἡμῶν εἰς ἄνεσιν καὶ σπουδὴν διῄρηται. Καὶ διὰ τοῦτ’ οὐ μόνον ἐγρήγορσις ἀλλὰ καὶ ὕπνος εὑρέθη, οὐδὲ πόλεμος ἀλλὰ καὶ εἰρήνη, οὐδὲ χειμὼν ἀλλὰ καὶ εὐδία, οὐδ’ ἐνεργοὶ πράξεις ἀλλὰ καὶ ἑορταί. Συνελόντι δ’ εἰπεῖν ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα.

Πλουτάρχου, Περὶ παίδων ἀγωγῆς, 9B

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ἀπαυδῶ: κουράζομαι ἐκπίπτω: ξεφεύγω, αφήνω στη μέση εὐνίως: υπάκουα σύμμετρος: μετρημένος βαπτίζομαι: πνίγομαι εὐδία: καλοκαιρία ἐνεργοὶ πράξεις: εργασίες ἄρτυμα: καρύκευμα

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφράσετε το κείμενο.
Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους:
πᾶσι: τη δοτική ενικού.
ἀπαυδῶντες: την αιτιατική ενικού.
ὕδασι: την κλητική ενικού.
συνεχῶν: τη γενική ενικού.
ἄρτυμα: τη δοτική πληθθυντικού.
Να γράψετε τους ζητούμενους τύπους, στην ίδια φωνή:
ἐπιβάλλουσιν: τον ίδιο τύπο του Υπερσυντέλικου.
ἐκπίπτουσι: τον ίδιο τύπο της Υποτακτικής Αορίστου.
τρέφεται: τον ίδιο τύπο του Παρακειμένου.
διῄρηται: τον ίδιο τύπο του Αορίστου.
εὑρέθη: το ίδιο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού της Προστακτικής του ίδιου χρόνου.
αὐτοῖς, οἷς, βαρυνόμενοι, ὕδασι, τὸν τρόπον: Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις λέξεις.
5.α. «Δοτέον οὖν τοῖς παισὶν ἀναπνοὴν τῶν συνεχῶν πόνων»: Να συντάξετε το απόσπασμα.
β. Να αναγνωρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις του κειμένου.

 5ο ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Μὴ θορυβεῖτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλ’ ἐμμείνατέ μοι οἷς ἐδεήθην ὑμῶν, μὴ θορυβεῖν ἐφ’ οἷς ἂν λέγω ἀλλ’ ἀκούειν· καὶ γάρ, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ὀνήσεσθε ἀκούοντες. Μέλλω γὰρ οὖν ἄττα ὑμῖν ἐρεῖν καὶ ἄλλα ἐφ’ οἷς ἴσως βοήσεσθε· ἀλλὰ μηδαμῶς ποιεῖτε τοῦτο. Εὖ γὰρ ἴστε, ἐάν με ἀποκτείνητε τοιοῦτον ὄντα οἷον ἐγὼ λέγω, οὐκ ἐμὲ μείζω βλάψετε ἢ ὑμᾶς αὐτούς· ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν βλάψειεν οὔτε Μέλητος οὔτε Ἄνυτος, οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι. [...] Ἐὰν γάρ με ἀποκτείνητε, οὐ ῥᾳδίως ἄλλον τοιοῦτον εὑρήσετε προσκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ, ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ καὶ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος· οἷον δή μοι δοκεῖ ὁ θεὸς ἐμὲ τῇ πόλει προστεθηκέναι τοιοῦτόν τινα, ὃς ὑμᾶς ἐγείρων καὶ πείθων καὶ ὀνειδίζων ἕνα ἕκαστον οὐδὲν παύομαι τὴν ἡμέραν ὅλην πανταχοῦ προσκαθίζων.

Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους, 30c

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ὀνίναμαι: ωφελούμαι νωθής: νωθρός ἐγείρομαι: ξυπνώ μύωψ: αλογόμυγα ὀνειδίζω: κατηγορώ προσκαθίζω: (πηγαίνω και) κάθομαι κοντά σε κάποιον

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφράσετε το κείμενο.
2. ἄνδρες, ἄττα, ὑᾶς αὐτούς, ἀμείνονι, ύωπος: Να γράψετε την ίδια πτώση του αντίθετου αριθμού.
3. θορυβεῖτε, ἐμμείνατε, ὀνήσεσθε, βοήσεσθε, εὑρήσετε: Να γράψετε τα ρήματα στον ίδιο αριθμό και πρόσωπο της Οριστικής Παρατατικού στη φωνή που βρίσκονται.
4. οὐ γὰρ οἴομαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι: Να κάνετε πλήρη σύνταξη στο απόσπασμα.


5. ἀκούοντες, ὄντα: Να αναλύσετε κάθε μετοχή στην αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση.