Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ZHTHMA


           

Με  τον τίτλο «Κουτσοβλαχικό ή Ρουμανικό ζήτημα» εννοούμε την επιδίω­ξη των Ρουμάνων να πείσουν με την προ­παγάνδα τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους (βλαχόφωνους) της Ελλάδας ότι α­ποτελούν ξεχωριστή μειονότητα που έλ­κει την καταγωγή της από τους Ρωμαίους και δεν έχει σχέση με τους Έλληνες.


Η ρουμανική προπαγάνδα εμφανί­στηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας (στα μέσα του 19ου αι­ώνα) στις περιοχές της Μακεδονίας (βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου) και της Ηπείρου (βιλαέτι Ιωαννίνων) και συνεχίστηκε χωρίς διακοπή μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Οθωμα­νική Πύλη τήρησε ευμενή στάση απέναντι στους ρουμανίζοντες, γιατί πίστευε ότι η ακεραιότητα του οθωμανικού κράτους δεν κινδύνευε από την προπαγάνδα, α­φού τα μέλη της συνεργάζονταν με τις τουρκικές Αρχές και ήταν αντίθετα με την προσάρτηση εδαφών στην Ελλάδα.
Η επιδίωξη της ρουμανικής κυβέρνη­σης πριν από το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ή­ταν να πείσει την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνωρίσουν τους Κουτσόβλαχους ως μειονότητα αυτόνομη με ειδι­κά προνόμια, με την απιολογία ότι κινδύ­νευε από την καταπίεση που ασκούσε πά­νω της η Ελλάδα και το Οικουμενικό Πα­τριαρχείο. Με το ίδιο θέμα ασχολήθηκε αργότερα και η Ιταλία, η οποία με τα δικά της στρατεύματα και τους ρουμανίζοντες των βλαχόφωνων χωριών επιδίωξε το καλοκαίρι του 1917 και την κατοχική περίο­δο 1941-43 να δημιουργήσει το ανεξάρ­τητο βλάχικο κράτος της Πίνδου. Οι Ιτα­λοί απέβλεπαν το κρατίδιο αυτό να αποτε­λέσει προέκταση της Αλβανίας, την οποία είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ιτα­λοί ξαναθυμήθηκαν τα παλιά επεκτατικά τους σχέδια, και το Μάιο του 1960, η ιτα­λική κυβέρνηση υπέβαλε στα κατά τό­πους στρατηγεία του NATO έκθεση περί Αλβανίας, στην οποία αναφέρει, ότι οι βλαχόφωνοι που κατοικούν στην Αλβα­νία και στην Πίνδο είναι ρουμανικής εθνικότητας και ότι θεωρούν τους Βλά­χους της Μακεδονίας και της Ηπείρου συμπατριώτες τους. Οι Κουτσόβλαχοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους Σαρακατσαναίους, των οποίων το γλωσσικό ιδίω­μα είναι καθαρά ελληνικό και δεν έχει καμία σχέση με την λατινογενούς προέ­λευσης γλώσσα των Βλάχων.
Τα σπουδαιότερα κέντρα της ρουμα­νικής προπαγάνδας επί τουρκοκρατίας αναπτύχθηκαν στις πόλεις Μοναστήρι, Κρούσοβο, Βέροια, Γευγελή, Θεσσαλο­νίκη, Γρεβενά και Ιωάννινα.
Σχετικά με την γεωγραφική κατανομή του κουτσοβλάχικου πληθυσμού στον ελ­ληνικό χώρο παρατηρούμε ότι οι Κουτσόβλαχοι στη Μακεδονία και την Ήπειρο εί­ναι εγκατεστημένοι σε χωριά που βρίσκο­νται στις ορεινές διαβάσεις και πλαγιές της Πίνδου (μέχρι τα Άγραφα), σε υψό­μετρο που κυμαίνεται από 800 έως 1.500 μέτρα. Εκτός από την Πίνδο είναι εγκατε­στημένοι στην οροσειρά Βαρνούντα, Βέρνου (Βίτσι) και 'Ασκιού (Πισοδέρι, Νυμφαίο, Κλεισούρα, Βλάστη), στο Βέρ­μιο (Σέλι, Κουμαριά, Ξηρολίβαδο), στα Πιέρια (Βλαχολείβαδο, Κοκκινοπλός, Φτέρη) και στην Αλμωπία ή Καρατζόβα. Διευκρινίζεται, ότι όσοι Κουτσόβλαχοι κατοικούν στη Θεσσαλία (Τρίκαλα, Λάρι­σα, Βελεστίνο, Τύρναβο, Ελασσόνα) και σε άλλες πόλεις όπως Ιωάννινα, Γρεβε­νά, Βέροια κ.λπ. προέρχονται κυρίως α­πό τους ορεινούς οικισμούς της Πίνδου.Για το ζήτημα των βλαχόφωνων ζωη­ρό υπήρξε το ενδιαφέρον όλων των ιστο­ρικών (ξένων και Ελλήνων), που ασχολή­θηκαν με την εξιστόρηση των γεγονότων της Χερσονήσου του Αίμου. Και ενώ από ιστορικής πλευράς έγινε σοβαρή προ­σπάθεια, από απόψεως πολιτικής οι ελ­ληνικές κυβερνήσεις σχεδόν αγνόησαν το θέμα και δεν επέδειξαν το ανάλογο εν­διαφέρον που απαιτούσαν οι περιστά­σεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά την α­πελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό (Βαλκα­νικοί Πόλεμοι 1912-13), η τότε ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου αναγνώρισε τους Κουτσόβλαχους των περιοχών αυτών ως μειονότητα, στην οποία επέτρεψε να έχει τα δικά της σχολεία και εκκλησίες.Οι πρώτες ενέργειες της ρουμανι­κής προπαγάνδας άρχισαν να εμφανί­ζονται στα βλαχόφωνα χωριά της Βό­ρειας Πίνδου το έτος 1859 από κάποι­ον ιερομόναχο ονομαζόμενο Αβέρκιο, ο οποίος καταγόταν από την Αβδέλλα Γρεβενών. Ο Αβέρκιος το έτος 1855 εί­χε μεταβεί στο Αγιο Όρος, με σκοπό να μονάσει στη Μονή Ιβήρων, στην οποία παρέμεινε τέσσερα χρόνια. Εκεί διεκδικώντας τη θέση του ηγουμένου, φΙλονίκησε με τους άλλους μοναχούς, οπότε απήλθε στη Βλαχία της Ρουμα­νίας, όπου μυήθηκε στα θέματα της προπαγάνδας. Το 1859 επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών, φέροντας μαζί του άφθονα χρήματα για εξαγορά συ­νειδήσεων, με σκοπό να δημιουργήσει τους πρώτους πυρήνες για την εξάπλω­ση του ρουμανισμού στις βλάχικες κοι­νότητες. Μετά την άφιξη του προσέλαβε επτά (7) νέους, των βλαχόφωνων χω­ριών και τους έστειλε να σπουδάσουν με υποτροφία στη Ρουμανία με σκοπό να επιστρέψουν μετά τις σπουδές στα χωριά τους και να χρησιμοποιηθούν ως όργανα της προπαγάνδας

Πηγή: άρθρο του Χρήστου Δ. Βήττου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου