Τ Ο Α Π Α Ρ Ε Μ Φ Α
Τ Ο
Στην αρχαία ελληνική
γλώσσα υπάρχουν δύο κατηγορίες απαρεμφάτων: α) το άναρθρο (που διακρίνεται σε τελικό και ειδικό) και β) το έναρθρο
(που χρησιμοποιείται όπως τα ουσιαστικά).
ΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ:
1. α) Ως υποκείμενο
απροσώπων ρημάτων ή εκφράσεων. Το ειδικό απαρέμφατο
μεταφράζεται με το
ότι
+ ειδική πρόταση ή άλλη πρόταση επιθυμίας. Το τελικό απαρέμφατο
μεταφράζεται με το
να
+ υποτακτική.
Τελικό απαρέμφατο ως
υποκείμενο παίρνουν τα παρακάτω απρόσωπα ρήματα και
εκφράσεις: δοκεῖ, πρέπει,
εἵμαρται
(=είναι πεπρωμένο), ἔνεστι (=είναι δυνατό), προσήκει,
εἵμαρτο
(=ήταν πεπρωμένο), ενδέχεται, πάρεστι, ἔξεστι, χρή, μέλει, δεῖ, ἀνάγκη
ἐστι,
ἀναγκαίως
ἔχει, ἀδύνατόν
ἐστιν,
χρεών ἐστι, εὖ ἔχει, δυνατὸν ἐστίν, οἷόν τ’ ἐστιν (=είναι
δυνατόν),
καιρὸς ἐστίν, καλῶς ἔχει, ἄξιόν ἐστι, ὥρα ἐστίν, εἰκός ἐστιν, ῥαδίως ἔχει (=είναι
εύκολο)
κ.α.
Ειδικό απαρέμφατο ως
υποκείμενο παίρνουν τα παρακάτω απρόσωπα ρήματα:
ἀγγέλλεται,
ᾄδεται,
δοκεῖ, θρυλεῖται, λέγεται, νομίζεται, ὁμολογεῖται κ.α.
2. β) Ως αντικείμενο
διαφόρων κατηγοριών ρημάτων.
Τελικό απαρέμφατο
(σ’όλους τους χρόνους πλην μέλλοντα) ως αντικείμενο παίρνουν οι
παρακάτω κατηγορίες
ρημάτων: βουλητικά ή εφετικά, κελευστικά ή προτρεπτικά, κωλυτικά ή
απαγορευτικά, δυνητικά
ή αποπειρατικά, όσα σημαίνουν αποφασίζω ή διανοούμαι να...
Ειδικό απαρέμφατο
(σ’όλους τους χρόνους) ως αντικείμενο παίρνουν οι παρακάτω
κατηγορίες ρημάτων:
λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά, σπάνια τα αισθητικά.
15
ΠΙΝΑΚΕΣ & ΘΕΩΡΙΑ
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
3. Ως κατηγορούμενο
με συνδετικά ρήματα, κυρίως σε ορισμούς. Στην περίπτωση αυτή
έχουμε άναρθρο απαρέμφατο,
το οποίο μεταφράζεται ως ουσιαστικό.
4. Ως επεξήγηση σε
ουσιαστικά, ουδέτερα αντωνυμιών ή στα επιρρήματα ὧδε, οὕτω.
5. Ως προσδιορισμός:
α. του κατά τι ή της
αναφοράς i. από τα επίθετα: ἄξιος, ἀγαθός, ἐπιτήδειος, ἡδύς,
ἱκανός, ii. από τα ουσιαστικά:
σχολή, κίνδυνος, φόβος, θαῦμα.
β. του σκοπού ή του
αποτελέσματος i. με ρήματα κίνησης: πέμπω,
βαίνω, ἥκω, ii. με
ρήματα σκόπιμης ενέργειας:
δίδωμι, παρασκευάζομαι, αἱροῦμαι, τάττω κ.τ.λ.
6. Ως απόλυτο απαρέμφατο
σε στερεότυπες εκφράσεις, έχοντας την έννοια του σκοπού ή της
αναφοράς.
7. Ως ανεξάρτητο απαρέμφατο
αντί προστακτικής και ευκτικής σε επιφωνηματικές εκφράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου