Ο νονός σου ο ανοιχτοχέρης και η νονά σου η γενναιόδωρη σου χάρισαν ένα αρχαιοελληνικό όνομα; Σ' αυτή την ανάρτηση θα μάθεις την ετυμολογία του και την κυριολεκτική σημασία του, αν βέβαια έχεις αμελήσει μέχρι τώρα να το κάνεις!
Αγαθοσθένης < αγαθός + σθένος= καλός (στις πράξεις και την νόηση) + δύναμη= ο έχων δύναμη να σκέφτεται και να πράττει το καλό.
Αγαθοσθένης < αγαθός + σθένος= καλός (στις πράξεις και την νόηση) + δύναμη= ο έχων δύναμη να σκέφτεται και να πράττει το καλό.
Αγορακλής < αγορά +
κλέος= αγορά + δόξα= αυτός που έχει δόξα στην αγορά
Αγοράκριτος < αγορά +
κρίσις= αυτός που κρίνεται από την αγορά
Αθανάσιος < α
(στερητικό) + θανή - θάνατος= αθάνατος (θηλ. Αθανασία)
Αθηνά= Ἀθεονόα < α
(υπερθετικό) + θεός + νους= η προερχόμενη από τον υπέρτατο νου (η θεά Αθηνά,
ξεπήδισε από το κεφάλι του Δία). Το αρχικό όνομα ήταν Αθήνη και είναι
Πελασγικής προελεύσεως
Αικατερίνη < αεί +
καθαιρή= πάντοτε καθαρή
Αλέξανδρος < αλέξω + ανήρ (γεν. του ανδρός) = υπερασπιστής, προστάτης
ανδρών (θηλ. Αλεξάνδρα)
Αμφιάραος < άμφω +
αρἀ + ος (κατάληξη)= εκείνος ο ὀποίος μετριάζει τήν κατάρα - κακοτυχία
Ανάργυρος < α
(στερητικό) + αργυρός (χρήμα)= ο αφιλοκερδής (θηλ. Ανάργυρη)
Αναστάσιος < ανά +
στάσις= ο αναγεννημένος, ο αιώνιος (θηλ. Αναστασία)
Ανδρέας < ανήρ
(γεν. ανδρός)= ο ανδρείος, πραγματικός άνδρας, γενναίος πολεμιστής
Ανδρόμαχος < ανήρ
(γεν. του ανδρός) + μάχομαι= ο μαχόμενος τους άνδρες (δηλ. ο σπουδαίος κι
ατρόμητος πολεμιστής) (θηλ. Ανδρομάχη)
Ανδρόνικος < ανήρ
(γεν. του ανδρός) + νίκη= εκείνος που νικάει τους άνδρες (θηλ. Ανδρονίκη)
Αντίγονος < αντί +
γίγνομαι (γεννιέμαι)= ο ισάξιος με τον γεννήτορα πατέρα του (θηλ. Αντιγόνη)
Απόλλων < α
(υπερθετικό) + πόλος + λας (λάμπος - λάμψις)= εκείνος που λάμπει από παντού.
Κατ' άλλους: α (στερητικό) + πολλοί= εκείνος που δεν ανήκει στους πολλούς
Αρετή < α
(στερητικό) + ρήσις= απαράμιλη, τέλεια, μοναδική
Αρίσταρχος < άριστος
+ άρχω= αυτός που άρχει (ηγείται) των αρίστων
Αριστείδης < άριστος
+ ορώ (αόριστος: είδον)= ο άριστος στην όψη, ο πολύ εμφανίσιμος
Αριστόμαχος < άριστος
+ μάχη= ο άριστα μαχόμενος (θηλ. Αριστομάχη)
Αριστόνικος < άριστος + νίκη= εκείνος που καταφέρνει την τέλεια νίκη
(θηλ. Αριστονίκη)
Αριστοτέλης < άριστος
+ τέλος (σκοπός)= ο τελειομανής, εκείνος που σκοπεύει στο άριστο
Αριστοφάνης < άριστος
+ φημί (λέγω, διατυμπανίζω, διαδίδω λεκτικά)= εκείνος που μιλάει άριστα
Άρτεμις < αήρ +
τέμνω= εκείνη που κόβει - διασχίζει τον αέρα
Αρχιμήδης < αρχή +
μήδομαι (σκέπτομαι)= ο άρχων της σκέψεως
Ασπασία <
ασπασμός= θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος= χαρούμενη, ευτυχισμένη (αρσ.
Ασπάσιος)
Αφροδίτη < αφρός +
δίτω (= αναδύομαι)= η αναδυόμενη από τον αφρό (της θάλασσας)
Βασίλειος <
βασιελεύς=εκείνος που ανήκει στο βασιλιά (θηλ. Βασιλεία)
Βερονίκη (Βερόνικα)
< από το αρχαίο μακεδονικό όνομα Φερενίκη > φέρω + νίκη= αυτή που φέρνει
τη νίκη
Γεώργιος < Γα +
έργον= ο καλλιεργητής της γης, εκείνος που παράγει έργο στη γη, ο γεωργός (θηλ.
Γεωργία)
Γλαυκονόμη < Γλαύκα
(ή γλαύκος) + νόμος= ο λαμπρός - σοφός νόμος
Γρηγόριος < γρηγορώ
=άγρυπνος, ακοίμητος, πανέτοιμος
Δαμοκλής <΄δήμος +
κλέος= ο δοξαζόμενος από τον δήμο (λαό), ο δημοφιλής
Δαμοφίλη < δήμος +
φίλος= η φίλη του δήμου (λαού), εκείνη που αγαπάει τον λαό
Δέσποινα < δεσπόζω=
κυρίαρχη, αρχόντισσα
Δημάρατος < δήμος +
αίρω (=σηκώνω)= εκείνος που ανυψώνει (ηθικά) τον δήμο (λαό)
Δημαρέτης < δήμος +
αρετή (>α + ρήσις)= εκείνος που (με τις πράξεις του) οφελεί τον δήμο (λαό)
(θηλ. Δημαρέτη)
Δήμητρα < δα
(Δωρικός τύπος του "γη", παραλλαγή του "γα") + μήτηρ=
μητέρα της γης
Δημήτριος= ο
αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα
Δημόκριτος < δήμος +
κρίσις= εκείνος που κρίνεται από το δήμο (λαό)
Δημονίκη < δήμος +
νίκη= η νίκη του δήμου (λαού)
Δημοσθένης < δήμος +
σθένος= εκείνος που δίνει δύναμη στον δήμος (λαό)
Δημόστρατος < δήμος +
στρατεύω= εκείνος που στρατεύει τον δήμο (λαό)
Δημοφίλη (βλ.
Δαμοφίλη)
Διαγόρας < Ζευς
(γεν. του Διός) + αγορεύω= εκείνος που αγορεύει με την δύναμη του Διός
Δικαίαρχος < δίκαιος
+ άρχω= εκείνος που είναι δίκαιος άρχων
Δικαιοκλής < δίκαιον
+ κλέος= εκείνος που δοξάζει το δίκαιο
Δικαιόπολις < δίκαιος
+ πόλις= ο δίκαιος πολίτης
Διογένης < Ζευς
(γεν. του Διός) + γένος= ο καταγόμενος από τον Δία
Διοκλής < Ζευς
(γεν. του Διός) + κλέος= ο δοξάζων τον Δία
Διομήδης < Ζευς
(γεν. του Διός) + μήδομαι (= σκέπτομαι)= ο σκεπτόμενος με το θέλημα του Διός
Διόνυσος < Ζευς
(γεν του Διός) + νους= ο προερχόμενος από τον νου του Διός
Ειρήνη = είρω
(συνδέω)
Ελένη < έλον
(αόριστος Β του αίρω= καταστρέφω) + ναυς (δοτ. τη νυί= πλοίο)= αυτή για την
οποία καταστράφηκαν πλοία
Ελευθέριος < Ελ
(ονομασία των Ολυμπίων) + ευ + θέρος= εκείνος που με τον ερχομό του θα σημάνει
κάτι καλύτερο και προσφερόμενο από τους θεούς, κατ' άλλη ερμηνεία: > έλευσις
(> ελ + ευ + σείω - κινώ) + θάρρος= εκείνος που με θάρρος και την δύναμη των
θεών μετακινεί τα πάντα με καλό τρόπο
Ερμής < έρυμα
(= λόγος)= εκείνος που μεταφέρει τον λόγο
Ερμογένης < Ερμής
(γεν. του Ερμού) + γένος= ο καταγόμενος από το γένος του Ερμή
Εστία < έσω +
θέω= εκείνη που σπεύδει εντός (στο σπίτι)
Ευαγγελία < ευ +
αγγελία= καλή είδηση, ευχάριστο νέο
Ευάγγελος < ευ +
άγγελος= αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα
Εύβουλος < ευ +
βουλή (βούλομαι)= ο έχων αγαθή επιθυμία
Εύνομος < ευ +
νόμος= εκείνος που ορίζει καλούς νόμους (θηλ. Ευνομία)
Εύπολις < ευ +
πόλις= ο καλός πολίτης
Ευριδίκη < εύρος +
δίκαιον= εκείνη που διακατέχεται από μεγάλη δικαιοσύνη (αρσ. Ευρύδικος)
Ευρύκλεια < εύρος +
κλέος= εκείνη που έχει μεγάλη δόξα (αρσ. Ευρυκλής)
Ευρυνόμη < εύρος +
νόμος= εκείνη που γνωρίζει πολλούς νόμους (αρσ. Ευρύνομος)
Ευτυχία < ευ +
τύχη εκείνη που έχει καλή τύχη (αρσ. Ευτύχιος)
Ζαφείριος <
σάπφειρος (το ζαφείρι)= ο πολύτιμος (θηλ. Ζαφειρία)
Ζευς < ζέω (=
ζωοποιός) + ευ= ο παρέχων καλή ζωή
Ζηνοβία < Ζάν
(Δωρικός τύπος του Ζευς= Δίας) + βίος= εκείνη που ζει χάρη στον Δία
Ηγησιστράτη < ηγούμαι
+ στρατός= εκείνη που ηγείται του στρατού (αρσ. Ηγίστρατος)
Ήρα < έρα
(ιδιωματισμός της λέξης "γαία - γη"). Κατ' άλλους, αναγραμματισμός
της λέξεως "αήρ"
Ηροφίλη < Ήρα +
φίλη= εκείνη που λατρεύει την Ήρα
Ήρων < Ήρα +
ων= εκείνος που ανήκει στην Ήρα
Ήφαιστος < η
(αύξηση χάριν ευφωνίας) + φα (αχαϊκός τύπος του "έως"= φως) + ίστιμι
(= κατέχω καλώς)= εκείνος που γνωρίζει πολύ καλά την φωτιά
Θεόδωρος < θεός +
δώρο= εκείνος που είναι δώρο Θεού
Θερσίτης < θάρσος=
εκείνος που είναι θρασύς
Θρασύβουλος < θάρσος
+ βούληση= εκείνος που έχει θαρρετή (μέχρι θράσους) επιθυμία
Ιάσων < ίασις=
ο θεραπευτής
Ίππαρχος < ίππος +
άρχω= εκείνος που ηγείται των αλόγων
Ιπποδάμεια < ίππος +
δαμέω-ω= εκείνη που δαμάζει άλογα
Ιπποκράτης < ίππος +
κρατέω-ω= εκείνος που ελέγχει τα άλογα
Ιππολύτη < ίππος +
λύω= εκείνη που απελευθερώνει τα άλογα (αρσ. Ιππόλυτος)
Ισοκράτης < ίσος +
κρατώ= εκείνος που τηρεί ίσες αποστάσεις - ισότητα
Καλλιόπη < κάλλος
+ οπή (= τρύπα, στόμα κατά μία έννοια)= η καλλίφωνος
Κλεόβουλος < κλέος +
βούλομαι= εκείνος που επιθυμεί την δόξα
Κλεογένης < κλέος +
γένος= ο προερχόμενος από δοξασμένο γένος
Κοσμάς <
κόσμιος= εκείνος που είναι ευγενικός και καλότροπος
Λαοδίκη <
λαός + δίκη= η δίκη του λαού
Λαομήδεια < λαός +
μήδομαι= η σκέψη του λαού
Λεωνίδας < λέων +
ίδιος= εκείνος που ομοιάζει στο λιοντάρι
Λυσιστράτη < λύω
(μελλ. λύσω) + στρατός= εκείνη που διαλύει τον στρατό
Μαρία <
μαρμαίρω (=αστράφτω)= εκείνη που αστράφτει [-> Μαίρα (Ιλιάδα Σ48, Οδύσσεια
λ326) -> Μαρία (εξεβραϊσμός του Ελληνικού ονόματος)] (αρσ. Μάριος)
Μήδος <
μήδομαι= ο σκεπτόμενος (θηλ. Μηδία)
Νικαρέτη < νίκη +
αρετή= εκείνη που νικάει με αρετή (αρσ. Νικάρετος)
Νικηφόρος < νίκη +
φέρω= εκείνος που πραγματοποιεί νίκες
Νικόλαος < νίκη +
λαός= εκείνος που δίνει νίκη στον λαό (θηλυκό δεν υπάρχει στην αρχαία Ελληνική.
Στην νέα Ελληνική, είναι Νικολέττα, επανελληνισμός του Φραγκικού Nikolette)
Ξενοκράτης < ξένος +
κρατώ= εκείνος που κρατά (μακρυά) τους ξένους
Ξενόφαντος < ξένος +
φαίνυμι= εκείνος που μοιάζει με ξένο
Οδευσσεύς < οδεύω +
έσσομαι= ἐκεῖνος πού βρίσκεται στον δρόμο, ο
περιπλανόμενος
Όμηρος < όμμα +
άρω= εκείνος που χάνει το μάτι του, ο τυφλός
Ορέστης < όρος +
ίσταμαι= εκείνος που βρίσκεται στο βουνό, ο άνθρωπος του βουνού, ο βουνίσιος
Περίανδρος < περί +
ανήρ (γεν. του ανδρός)= εκείνος που είναι πάνω από τους άλλους άνδρες
Περικλής < περί +
κλέος= ο υπέρδοξος, ο περίτρανος
Πέτρος < πέτρα=
ο σταθερός, ο ακλόνητος
Πηνελόπη < πήνη
(νήμα) + λέπω (ξετυλίγω)= η υφάντρια
Πλάτων < πλατύς
+ ων (= υπάρχων)= εκείνος που είναι πλατύς (Ο φιλόσοφος Πλάτων, έλαβε αυτό το
όνομα εξ αιτίας του ότι είχε πλατύ στέρνο και μέτωπο. Αρχικά το όνομά του ήταν
Αριστοκλής.
Πλειστονίκης <
πλείστος (υπερθετικός του "πολύς") + νίκη= εκείνος που έχει πολλές
νίκες, ο πολυνίκης
Πολίαρχος <
πόλις + άρχω= αυτός που άρχει της πόλεως
Ποσειδών < πότος
(= ποταμός) + διδών= εκείνος που δίνει ποτάμια
Πρόδικος < προ +
δίκη= ο αρχιδικαστής
Πρωταγόρας < πρώτος
+ αγορά= αυτός που είναι πρώτος στην αγορά (δηλ. στα κοινά)
Πυθαγόρας < πυθώ (=
ενημερώνω -> Πυθεία) + αγορά= αυτός που ενημερώνει την αγορά
Σοφία < σοφία=
πολυμάθεια, βαθιά γνώση
Σοφοκλής < σοφός +
κλέος= ο ένδοξος για τη σοφία του
Σπυρίδων < σπυρίς
(γεν. σπυρίδος= ψαροκόφινο)= εκείνος που φτιάχνει κοφίνια για τα ψάρια
Στρατοκλής < στρατός
+ κλέος= ο ένδοξος στρατιώτης
Στυλιανός < στύλος=
ο σταθερός σαν κολώνα, εκείνος που μπορεί κάποιος να στηριχθεί πάνω του (θηλ.
Στυλιανή)
Σωκράτης < Σώφρων
+ κρατώ= εκείνος που τηρεί σωφροσύνη
Σωτήριος < σωτήρ=
σωτήρας
Τηλέμαχος < τηλέ +μάχη= εκείνος που δίνει μάχες από μακρυά
Φαίδρα <
φαιδρός= χαρούμενη
Φιλαρέτη < φίλος + αρετή= αυτή που αγαπά την αρετή (αρσ. Φιλάρετος)
Φίλιππος < φίλος +
ίππος= αυτός που αγαπά τα άλογα
Φιλοδήμος <φίλος +
δήμος= εκείνος που αγαπάει τον δήμο (λαό)
Φιλόστρατος < φίλος +
στρατός= εκείνος που αγαπάει τον στρατό
Χαρίκλεια < χάρις + κλέος= η ξακουστή
για τη χάρη της
Random thought that popped into my head on account of my recent difficulties.
ΑπάντησηΔιαγραφήmy web blog; female mind mastery kirsten price