Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

Ο  νονός σου ο ανοιχτοχέρης και η νονά σου η γενναιόδωρη σου χάρισαν ένα αρχαιοελληνικό όνομα; Σ' αυτή την ανάρτηση θα μάθεις την ετυμολογία του και την κυριολεκτική σημασία του, αν βέβαια έχεις αμελήσει μέχρι τώρα να το κάνεις!

Αγαθοσθένης < αγαθός + σθένος= καλός (στις πράξεις και την νόηση) + δύναμη= ο έχων δύναμη να σκέφτεται και να πράττει το καλό.
Αγορακλής < αγορά + κλέος= αγορά + δόξα= αυτός που έχει δόξα στην αγορά
Αγοράκριτος < αγορά + κρίσις= αυτός που κρίνεται από την αγορά
Αθανάσιος < α (στερητικό) + θανή - θάνατος= αθάνατος (θηλ. Αθανασία)
Αθηνά= θεονόα < α (υπερθετικό) + θεός + νους= η προερχόμενη από τον υπέρτατο νου (η θεά Αθηνά, ξεπήδισε από το κεφάλι του Δία). Το αρχικό όνομα ήταν Αθήνη και είναι Πελασγικής προελεύσεως
Αικατερίνη < αεί + καθαιρή= πάντοτε καθαρή
Αλέξανδρος < αλέξω + ανήρ (γεν. του ανδρός) = υπερασπιστής, προστάτης ανδρών (θηλ. Αλεξάνδρα)
Αμφιάραος < άμφω + αρ + ος (κατάληξη)= εκείνος ο ποίος μετριάζει τήν κατάρα - κακοτυχία
Ανάργυρος < α (στερητικό) + αργυρός (χρήμα)= ο αφιλοκερδής (θηλ. Ανάργυρη)
Αναστάσιος < ανά + στάσις= ο αναγεννημένος, ο αιώνιος (θηλ. Αναστασία)
Ανδρέας < ανήρ (γεν. ανδρός)= ο ανδρείος, πραγματικός άνδρας, γενναίος πολεμιστής
Ανδρόμαχος < ανήρ (γεν. του ανδρός) + μάχομαι= ο μαχόμενος τους άνδρες (δηλ. ο σπουδαίος κι ατρόμητος πολεμιστής) (θηλ. Ανδρομάχη)
Ανδρόνικος < ανήρ (γεν. του ανδρός) + νίκη= εκείνος που νικάει τους άνδρες (θηλ. Ανδρονίκη)
Αντίγονος < αντί + γίγνομαι (γεννιέμαι)= ο ισάξιος με τον γεννήτορα πατέρα του (θηλ. Αντιγόνη)
Απόλλων < α (υπερθετικό) + πόλος + λας (λάμπος - λάμψις)= εκείνος που λάμπει από παντού. Κατ' άλλους: α (στερητικό) + πολλοί= εκείνος που δεν ανήκει στους πολλούς
Αρετή < α (στερητικό) + ρήσις= απαράμιλη, τέλεια, μοναδική
Αρίσταρχος < άριστος + άρχω= αυτός που άρχει (ηγείται)  των αρίστων
Αριστείδης < άριστος + ορώ (αόριστος: είδον)= ο άριστος στην όψη, ο πολύ εμφανίσιμος
Αριστόμαχος < άριστος + μάχη= ο άριστα μαχόμενος (θηλ. Αριστομάχη)
Αριστόνικος < άριστος + νίκη= εκείνος που καταφέρνει την τέλεια νίκη (θηλ. Αριστονίκη)
Αριστοτέλης < άριστος + τέλος (σκοπός)= ο τελειομανής, εκείνος που σκοπεύει στο άριστο
Αριστοφάνης < άριστος + φημί (λέγω, διατυμπανίζω, διαδίδω λεκτικά)= εκείνος που μιλάει άριστα
Άρτεμις < αήρ + τέμνω= εκείνη που κόβει - διασχίζει τον αέρα
Αρχιμήδης < αρχή + μήδομαι (σκέπτομαι)= ο άρχων της σκέψεως
Ασπασία < ασπασμός= θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος= χαρούμενη, ευτυχισμένη  (αρσ. Ασπάσιος)
Αφροδίτη < αφρός + δίτω (= αναδύομαι)= η αναδυόμενη από τον αφρό (της θάλασσας)
Βασίλειος < βασιελεύς=εκείνος που ανήκει στο βασιλιά (θηλ. Βασιλεία)
Βερονίκη (Βερόνικα) < από το αρχαίο μακεδονικό όνομα Φερενίκη > φέρω + νίκη= αυτή που φέρνει τη νίκη
Γεώργιος < Γα + έργον= ο καλλιεργητής της γης, εκείνος που παράγει έργο στη γη, ο γεωργός (θηλ. Γεωργία)
Γλαυκονόμη < Γλαύκα (ή γλαύκος) + νόμος= ο λαμπρός - σοφός νόμος
Γρηγόριος < γρηγορώ =άγρυπνος, ακοίμητος, πανέτοιμος
Δαμοκλής <΄δήμος + κλέος= ο δοξαζόμενος από τον δήμο (λαό), ο δημοφιλής
Δαμοφίλη < δήμος + φίλος= η φίλη του δήμου (λαού), εκείνη που αγαπάει τον λαό
Δέσποινα < δεσπόζω= κυρίαρχη, αρχόντισσα
Δημάρατος < δήμος + αίρω (=σηκώνω)= εκείνος που ανυψώνει (ηθικά)  τον δήμο (λαό)
Δημαρέτης < δήμος + αρετή (>α + ρήσις)= εκείνος που (με τις πράξεις του) οφελεί τον δήμο (λαό) (θηλ. Δημαρέτη)
Δήμητρα < δα (Δωρικός τύπος του "γη", παραλλαγή του "γα") + μήτηρ= μητέρα της γης 
Δημήτριος= ο αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα
Δημόκριτος < δήμος + κρίσις= εκείνος που κρίνεται από το δήμο (λαό)
Δημονίκη < δήμος + νίκη= η νίκη του δήμου (λαού)
Δημοσθένης < δήμος + σθένος= εκείνος που δίνει δύναμη στον δήμος (λαό)
Δημόστρατος < δήμος + στρατεύω= εκείνος που στρατεύει τον δήμο (λαό)
Δημοφίλη (βλ. Δαμοφίλη)
Διαγόρας < Ζευς (γεν. του Διός) + αγορεύω= εκείνος που αγορεύει με την δύναμη του Διός
Δικαίαρχος < δίκαιος + άρχω= εκείνος που είναι δίκαιος άρχων
Δικαιοκλής < δίκαιον + κλέος= εκείνος που δοξάζει το δίκαιο
Δικαιόπολις < δίκαιος + πόλις= ο δίκαιος πολίτης
Διογένης < Ζευς (γεν. του Διός) + γένος= ο καταγόμενος από τον Δία
Διοκλής < Ζευς (γεν. του Διός) + κλέος= ο δοξάζων τον Δία
Διομήδης < Ζευς (γεν. του Διός) + μήδομαι (= σκέπτομαι)= ο σκεπτόμενος με το θέλημα του Διός
Διόνυσος < Ζευς (γεν του Διός) + νους= ο προερχόμενος από τον νου του Διός
Ειρήνη = είρω (συνδέω)
Ελένη < έλον (αόριστος Β του αίρω= καταστρέφω) + ναυς (δοτ. τη νυί= πλοίο)= αυτή για την οποία καταστράφηκαν πλοία 
Ελευθέριος < Ελ (ονομασία των Ολυμπίων) + ευ + θέρος= εκείνος που με τον ερχομό του θα σημάνει κάτι καλύτερο και προσφερόμενο από τους θεούς, κατ' άλλη ερμηνεία: > έλευσις (> ελ + ευ + σείω - κινώ) + θάρρος= εκείνος που με θάρρος και την δύναμη των θεών μετακινεί τα πάντα με καλό τρόπο
Ερμής < έρυμα (= λόγος)= εκείνος που μεταφέρει τον λόγο
Ερμογένης < Ερμής (γεν. του Ερμού) + γένος= ο καταγόμενος από το γένος του Ερμή
Εστία < έσω + θέω= εκείνη που σπεύδει εντός (στο σπίτι)
Ευαγγελία < ευ + αγγελία= καλή είδηση, ευχάριστο νέο
Ευάγγελος < ευ + άγγελος= αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα
Εύβουλος < ευ + βουλή (βούλομαι)= ο έχων αγαθή επιθυμία
Εύνομος < ευ + νόμος= εκείνος που ορίζει καλούς νόμους (θηλ. Ευνομία)
Εύπολις < ευ + πόλις= ο καλός πολίτης
Ευριδίκη < εύρος + δίκαιον= εκείνη που διακατέχεται από μεγάλη δικαιοσύνη (αρσ. Ευρύδικος)
Ευρύκλεια < εύρος + κλέος= εκείνη που έχει μεγάλη δόξα (αρσ. Ευρυκλής)
Ευρυνόμη < εύρος + νόμος= εκείνη που γνωρίζει πολλούς νόμους (αρσ. Ευρύνομος)
Ευτυχία < ευ + τύχη εκείνη που έχει καλή τύχη (αρσ. Ευτύχιος)
Ζαφείριος < σάπφειρος (το ζαφείρι)= ο πολύτιμος (θηλ. Ζαφειρία)
Ζευς < ζέω (= ζωοποιός) + ευ= ο παρέχων καλή ζωή
Ζηνοβία < Ζάν (Δωρικός τύπος του Ζευς= Δίας) + βίος= εκείνη που ζει χάρη στον Δία
Ηγησιστράτη < ηγούμαι + στρατός= εκείνη που ηγείται του στρατού (αρσ. Ηγίστρατος)
Ήρα < έρα (ιδιωματισμός της λέξης "γαία - γη"). Κατ' άλλους, αναγραμματισμός της λέξεως "αήρ"
Ηροφίλη < Ήρα + φίλη= εκείνη που λατρεύει την Ήρα
Ήρων < Ήρα + ων= εκείνος που ανήκει στην Ήρα
Ήφαιστος < η (αύξηση χάριν ευφωνίας) + φα (αχαϊκός τύπος του "έως"= φως) + ίστιμι (= κατέχω καλώς)= εκείνος που γνωρίζει πολύ καλά την φωτιά
Θεόδωρος < θεός + δώρο= εκείνος που είναι δώρο Θεού
Θερσίτης < θάρσος= εκείνος που είναι θρασύς
Θρασύβουλος < θάρσος + βούληση= εκείνος που έχει θαρρετή (μέχρι θράσους) επιθυμία
Ιάσων < ίασις= ο θεραπευτής
Ίππαρχος < ίππος + άρχω= εκείνος που ηγείται των αλόγων
Ιπποδάμεια < ίππος + δαμέω-ω= εκείνη που δαμάζει άλογα
Ιπποκράτης < ίππος + κρατέω-ω= εκείνος που ελέγχει τα άλογα
Ιππολύτη < ίππος + λύω= εκείνη που απελευθερώνει τα άλογα (αρσ. Ιππόλυτος)
Ισοκράτης < ίσος + κρατώ= εκείνος που τηρεί ίσες αποστάσεις - ισότητα
Καλλιόπη < κάλλος + οπή (= τρύπα, στόμα κατά μία έννοια)= η καλλίφωνος
Κλεόβουλος < κλέος + βούλομαι= εκείνος που επιθυμεί την δόξα
Κλεογένης < κλέος + γένος= ο προερχόμενος από δοξασμένο γένος
Κοσμάς < κόσμιος= εκείνος που είναι ευγενικός και καλότροπος
Λαοδίκη <  λαός + δίκη= η δίκη του λαού
Λαομήδεια < λαός + μήδομαι= η σκέψη του λαού
Λεωνίδας < λέων + ίδιος= εκείνος που ομοιάζει στο λιοντάρι
Λυσιστράτη < λύω (μελλ. λύσω) + στρατός= εκείνη που διαλύει τον στρατό
Μαρία < μαρμαίρω (=αστράφτω)= εκείνη που αστράφτει [-> Μαίρα (Ιλιάδα Σ48, Οδύσσεια λ326) -> Μαρία (εξεβραϊσμός του Ελληνικού ονόματος)] (αρσ. Μάριος)
Μήδος < μήδομαι= ο σκεπτόμενος (θηλ. Μηδία)
Νικαρέτη < νίκη + αρετή= εκείνη που νικάει με αρετή (αρσ. Νικάρετος)
Νικηφόρος < νίκη + φέρω= εκείνος που πραγματοποιεί νίκες
Νικόλαος < νίκη + λαός= εκείνος που δίνει νίκη στον λαό (θηλυκό δεν υπάρχει στην αρχαία Ελληνική. Στην νέα Ελληνική, είναι Νικολέττα, επανελληνισμός του Φραγκικού Nikolette)
Ξενοκράτης < ξένος + κρατώ= εκείνος που κρατά (μακρυά) τους ξένους
Ξενόφαντος < ξένος + φαίνυμι= εκείνος που μοιάζει με ξένο
Οδευσσεύς < οδεύω + έσσομαι= κενος πού βρίσκεται στον δρόμο, ο περιπλανόμενος
Όμηρος < όμμα + άρω= εκείνος που χάνει το μάτι του, ο τυφλός
Ορέστης < όρος + ίσταμαι= εκείνος που βρίσκεται στο βουνό, ο άνθρωπος του βουνού, ο βουνίσιος
Περίανδρος < περί + ανήρ (γεν. του ανδρός)= εκείνος που είναι πάνω από τους άλλους άνδρες
Περικλής < περί + κλέος= ο υπέρδοξος, ο περίτρανος
Πέτρος < πέτρα= ο σταθερός, ο ακλόνητος
Πηνελόπη < πήνη (νήμα) + λέπω (ξετυλίγω)= η υφάντρια 
Πλάτων < πλατύς + ων (= υπάρχων)= εκείνος που είναι πλατύς (Ο φιλόσοφος Πλάτων, έλαβε αυτό το όνομα εξ αιτίας του ότι είχε πλατύ στέρνο και μέτωπο. Αρχικά το όνομά του ήταν Αριστοκλής.
Πλειστονίκης < πλείστος (υπερθετικός του "πολύς") + νίκη= εκείνος που έχει πολλές νίκες, ο πολυνίκης
Πολίαρχος  < πόλις + άρχω= αυτός που άρχει της πόλεως
Ποσειδών < πότος (= ποταμός) + διδών= εκείνος που δίνει ποτάμια
Πρόδικος < προ + δίκη= ο αρχιδικαστής
Πρωταγόρας < πρώτος + αγορά= αυτός που είναι πρώτος στην αγορά (δηλ. στα κοινά)
Πυθαγόρας < πυθώ (= ενημερώνω -> Πυθεία) + αγορά= αυτός που ενημερώνει την αγορά
Σοφία < σοφία= πολυμάθεια, βαθιά γνώση
Σοφοκλής < σοφός + κλέος= ο ένδοξος για τη σοφία του
Σπυρίδων < σπυρίς (γεν. σπυρίδος= ψαροκόφινο)= εκείνος που φτιάχνει κοφίνια για τα ψάρια
Στρατοκλής < στρατός + κλέος= ο ένδοξος στρατιώτης
Στυλιανός < στύλος= ο σταθερός σαν κολώνα, εκείνος που μπορεί κάποιος να στηριχθεί πάνω του (θηλ. Στυλιανή)
Σωκράτης < Σώφρων + κρατώ= εκείνος που τηρεί σωφροσύνη
Σωτήριος < σωτήρ= σωτήρας 
Τηλέμαχος < τηλέ +μάχη= εκείνος που δίνει μάχες από μακρυά
Φαίδρα < φαιδρός= χαρούμενη
Φιλαρέτη < φίλος + αρετή= αυτή που αγαπά την αρετή (αρσ. Φιλάρετος)
Φίλιππος < φίλος + ίππος= αυτός που αγαπά τα άλογα
Φιλοδήμος <φίλος + δήμος= εκείνος που αγαπάει τον δήμο (λαό)
Φιλόστρατος < φίλος + στρατός= εκείνος που αγαπάει τον στρατό
Χαρίκλεια < χάρις + κλέος=  η ξακουστή για τη χάρη της

1 σχόλιο: