Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ -ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Τα σχήματα λόγου είναι εκφραστικοί τρόποι που αποκλίνουν από τους συμβατικούς κανόνες της χρήσης του λόγου. Δεν πρόκειται για συντακτικά λάθη (σολοικισμούς), αλλά για συγκεκριμένες εκφραστικές επιλογές που εξυπηρετούν νοηματικές ή αισθητικές επιδιώξεις. Τα σχήματα λόγου σχετίζονται με: α) τη γραμματική συμφωνία των λέξεων· β) τη θέση των λέξεων στην πρόταση· γ) τη σημασία των λέξεων· δ) την πληρότητα του λόγου.


 Σχήματα λόγου σχετικά με τη γραμματική συμφωνία των λέξεων
Τα πιο συνηθισμένα σχήματα αυτής της κατηγορίας είναι:

Η αττική σύνταξη : Τά παιδία παίζει.

Tο βοιώτιο ή πινδαρικό σχήμα (σύνηθες στον Πίνδαρο), κατά το οποίο, ενώ το υποκείμενο είναι αρσενικό ή θηλυκό γ΄ προσώπου και πληθυντικού αριθμού, το ρήμα τίθεται στο αντίστοιχο πρόσωπο του ενικού αριθμού:
Ἔστι γὰρ ἔμοιγε καὶ βωμοί. [Εἰσὶ γὰρ]
Mελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται. [τέλλονται]

Το σχήμα ανακολουθίας ή ανακόλουθο, κατά το οποίο δεν υπάρχει συντακτική ακολουθία (συμφωνία) των λέξεων –κυρίως μετοχών– με τις προηγούμενες είτε για λόγους συντομίας και συμπύκνωσης των ιδεών είτε για αποτελεσματικότερη αποτύπωση ψυχικών παθών:
Καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων. [ονομαστική απόλυτη μετοχή αντί γενικής απόλυτης: τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλοντος]
Ἐξῆν
 αὐτῷ μισθῶσαι τὸν οἶκον ἀπηλλαγμένος πολλῶν πραγμάτων. [αὐτῷ ἀπηλλαγμένῳ]
N.E.: Εγώ δε με νοιάζει καθόλου. Eγώ δε νοιάζομαι / εμένα δε με νοιάζει καθόλου.

Το σχήμα έλξης ή έλξη, κατά το οποίο ένας όρος της πρότασης έλκεται, επηρεάζεται συντακτικά από άλλον ισχυρότερο όρο της ίδιας ή άλλης πρότασης, με αποτέλεσμα να συμφωνεί συντακτικά με αυτόν και να μην εκφέρεται όπως οι κανόνες υπαγορεύουν. Συνηθέστερες περιπτώσεις έλξης είναι1:
α) Έλξη του αναφορικού: Ἐπιμελεῖται τῶν ὅπλων ὧν ἔλαβεν.

β) Έλξη του συνδετικού ρήματος από τον αριθμό του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή το συνδετικό ρήμα συμφωνεί στον αριθμό όχι με το υποκείμενό του, όπως θα έπρεπε, αλλά με το κατηγορούμενο του υποκειμένου:
Τὸ χωρίον Ἐννέα ὁδοὶ ἐκαλοῦντο. [ἐκαλεῖτο]

γ) Έλξη της έγκλισης δευτερεύουσας πρότασης από την έγκλιση της προηγούμενης, συνήθως κύριας, πρότασης:
Ἆρ’ οὐκ ἂν ἐπὶ πᾶν ἔλθοι, ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις φόβον παράσχοι; [παράσχῃ] (Άραγε δε θα έκανε τα πάντα, προκειμένου να προκαλέσει φόβο σε όλους τους ανθρώπους;)
N.E.: Ήθελα να ήμουν πιο επιμελής. [να είμαι]


Το σχήμα καθ’ όλον και μέρος, κατά το οποίο ένας όρος της πρότασης που δηλώνει το όλον, αντί να τεθεί σε γενική διαιρετική, τίθεται στην πτώση στην οποία βρίσκεται ο όρος ή οι όροι που δηλώνουν το μέρος του όλου:
Οἱ στρατηγοὶ βραχέα ἕκαστος ἀπελογήσατο. [τῶν στρατηγῶν]
Οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ ἐπεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν. [τῶν οἰκιῶν]
N.E.: Έλα την Τρίτη το πρωί. [το πρωί της Τρίτης]


Το σχήμα κατά το νοούμενο, κατά το οποίο όροι της πρότασης –σχετικοί μεταξύ τους– συμφωνούν όχι με βάση τον γραμματικό τύπο τους, αλλά με βάση το νόημα. Το σχήμα αυτό συνηθίζεται όταν υπάρχουν στην πρόταση περιληπτικά ονόματα, όπως ὄχλος, πλῆθος, στρατόπεδον κ.τ.ό., ή αντωνυμίες, όπως ἕκαστος, ἄλλος, οὐδείς, οπότε το ρήμα μπαίνει σε πληθυντικό αριθμό:
Τὸ μὲν γὰρ πλῆθος κραυγῇ πολλῇ ἐπίασιν. [ἔπεισι]
Ἀνεπαύοντο, ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος. [ἐτύγχανε]
N.E.: O κόσμος φοβούνται.

Το σχήμα πρόληψης ή πρόληψη, κατά το οποίο το υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης προλαμβάνεται, τίθεται δηλαδή στην πρόταση που προηγείται, ως αντικείμενο ή προσδιορισμός (κυρίως της αναφοράς):
Ὁρᾷς δὲ τὴν φύσιν τὴν τῶν πολλῶν ὡς διάκειται πρὸς τὰς ἡδονάς. [Ὁρᾷς δὲ ὡς διάκειται ἡ φύσις ἡ τῶν πολλῶν πρὸς τὰς ἡδονάς.]
Ὀρθῶς λέγεις περὶ σωφροσύνης ὃ ἔστιν. [Ὀρθῶς λέγεις ὃ ἔστιν ἡ σωφροσύνη.]
N.E.: Για δες την πίτα αν ψήθηκε. [Για δες αν ψήθηκε η πίτα.]


Το σχήμα σύμφυρσης ή σύμφυρση, κατά το οποίο αναμειγνύονται δύο διαφορετικές συντάξεις με τις οποίες είναι δυνατόν να αποδοθεί μια σκέψη ή ένα γεγονός:
Ἀλκιβιάδης μετὰ Μαντιθέου ἀπέδρασαν. [α) Ἀλκιβιάδης μετὰ Μαντιθέου ἀπέδρα. β) Ἀλκιβιάδης καὶ Μαντίθεοςἀπέδρασαν.]
N.E.: Η Μίνα με τη Νίκη παίζουν.


Σε αυτή την κατηγορία των σχημάτων λόγου ανήκει και η υπαλλαγή, κατά την οποία ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενική κτητική δεν τίθεται επίσης σε γενική, ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός, αλλά στην πτώση του όρου που προσδιορίζει η γενική κτητική:
θάσιον οἴνου σταμνίον [θασίου οἴνου]
N.E.: θερμοί δακρύων σταλαγμοί [θερμών δακρύων]

Σχήματα λόγου σχετικά με τη θέση των λέξεων στην πρόταση

Η σειρά των λέξεων στην A.E., όπως και στη Ν.Ε., διέπεται από μεγάλη ελευθερία. Συνηθίζεται, ωστόσο, να προηγείται το υποκείμενο με τους προσδιορισμούς του και να έπονται το ρήμα, το αντικείμενο ή/και το κατηγορούμενο, επίσης με τους προσδιορισμούς τους. Συνηθισμένες όμως είναι και οι περιπτώσεις στις οποίες ένας όρος της πρότασης αλλάζει θέση, μετατίθεται, και τίθεται πρώτος (πρόταξη) ή τελευταίος (επίταξη), επειδή σχετίζεται νοηματικά με τα προηγούμενα ή τα επόμενα, αντίστοιχα, αλλά και για λόγους έμφασης ή ευφωνίας:
Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων.
Ταῦτα μὲν δὴ ὁ Κῦρος ἠκηκόει. [πρόταξη αντικειμένου]
Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὸ στράτευμα οὐκ ἐκίνησαν. [επίταξη ρήματος]
Πέραν αυτών, παρατηρούνται ιδιαίτερες αποκλίσεις στη διαδοχή των λέξεων, που συνιστούν τα ακόλουθα σχήματα λόγου:

Το ασύνδετο και το πολυσύνδετο σχήμα 
Καὶ συμβαλόντες τὰς ἀσπίδας ἐωθοῦντο, ἐμάχοντο, ἀπέκτεινον, ἀπέθνησκον.

Ο κύκλος, κατά τον οποίο μια πρόταση ή μια περίοδος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη:
Κεκράτηκε
 νῦν τῆς ἡμετέρας φιλίας Φίλιππος, τῆς πόλεως δ’ οὐ κεκράτηκε.
N.E.: Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάρθες μοναχή.

Το ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο, κατά το οποίο διαδοχικές προτάσεις τελειώνουν με ομοιοκατάληκτες λέξεις:
Εἰ γὰρ ἐξ ἴσου τῇ συμφορᾷ καὶ τὴν διάνοιαν
 ἕξω καὶ τὸν ἄλλον βίον διάξω, τί τούτου διοίσω; (σε τι θα
διαφέρω)
N.E.: Της αγάπης το βοτάνι κάθε τόπος δεν το κάνει.

Η παρήχηση, κατά την οποία σε διαδοχικές λέξεις επαναλαμβάνεται ο ίδιος φθόγγος:
Τὴν δὲ μητέρα τελευτήσασαν πέπαυμαι
 τρέφων τρίτον ἔτος τουτί. [παρήχηση του τ]
Tυφλός τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ.
N.E.: Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά ρητή κατά το Κάστρο. [παρήχηση του ρ]

Η παρονομασία ή ετυμολογικό σχήμα, κατά το οποίο ομόρριζες λέξεις τίθενται η μία κοντά στην άλλη:
Δύναμαι συνεῖναι δυναμένοις ἀνθρώποις ἀναλίσκειν.
N.E.: Πέταξα ένα φόρεμα πολυφορεμένο.

Το πρωθύστερο, κατά το οποίο τίθεται στον λόγο πρώτο κάτι που λογικά και χρονικά έπεται:
Λέγω τὴν Ἐρεχθέως τροφὴν καὶ γένεσιν. [γένεσιν καὶ τροφὴν]
N.E.: Χτενίστηκε, ελούστηκε και στο σεργιάνι βγήκε. [ἐλούστηκε, χτενίστηκε]

Το υπερβατό, κατά το οποίο δύο λέξεις που έχουν μεταξύ τους στενή συντακτική και λογική σχέση χωρίζονται λόγω της παρεμβολής άλλων λέξεων:
Οἱ δ’ ἔφοροι διδασκόμενοι ὑπὸ τῶν μετὰ τὰς ἐν Θήβαις σφαγὰς ἐκπεπτωκότων, Κλεόμβροτον ἐκπέμπουσι.
N.E.: άκρα του τάφου σιωπή

Το χιαστό, κατά το οποίο δύο λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται σε δύο προηγούμενες τίθενται στον λόγο με αντίστροφη σειρά, χιαστί:
Περὶ πλείονος ποιοῦ δόξαν καλὴν ἢ πλοῦτον μέγαν τοῖς παισὶν καταλιπεῖν· ὁ μὲν γὰρ θνητός, ἡ δ’ ἀθάνατος. [περὶ πλείονος ποιοῦμαι: προτιμώ]
δόξαν
πλοῦτον
ὁ μὲν θνητὸς
ἡ δ'αθάνατος
N.E.: Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη.
Σχήματα λόγου σχετικά με τη σημασία των λέξεων

Πολλές λέξεις της A.E., όπως και της Ν.Ε., έχουν εκτός από την κύρια σημασία τους και άλλες, με αποτέλεσμα να προκύπτουν λεκτικά σχήματα (λεκτικοί τρόποι), όπως:

Η αλληγορία, δηλαδή η έκφραση με την οποία άλλα λέει κανείς και άλλα εννοεί στο πλαίσιο μιας τολμηρής μεταφοράς:
Ζυγὸν μὴ ὑπερβαίνειν. [Μην παραβιάζεις το δίκαιο.]
N.E.: Έφαγαν τα μουστάκια τους. [τσακώθηκαν]

Η αντίφραση, κατά την οποία μια λέξη ή φράση αντικαθίσταται από άλλη συναφούς ή αντίθετης σημασίας. Είδη της αντίφρασης είναι:

α) Η ειρωνεία, κατά την οποία ο ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με διαφορετικό ή αντίθετο νόημα από αυτό που έχει κατά νου, με σκοπό να αποδοκιμάσει, να εμπαίξει ή απλώς να αστειευτεί:
Ὥστε μοι δοκεῖ ὁ κατήγορος εἰπεῖν περὶ τῆς ἐμῆς ὕβρεως ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος, ὥσπερ τι καλὸν ποιῶν. (σαν να ’κανε κανένα κατόρθωμα)
N.E.: Ωραίο αστείο! [κακόγουστο]

β) Η λιτότητα, κατά την οποία μια έννοια αποδίδεται με άρνηση και την αντίθετη σημασιολογικά λέξη:
Ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν
 οὐ πολλοί. [ὀλίγοι]
N.E.: Η ζημιά ήταν όχι μεγάλη. [μικρή]

γ) Ο ευφημισμός, κατά τον οποίο γίνεται χρήση λέξεων ή φράσεων με θετική σημασία, αντί αυτών που έχουν αρνητική, για λόγους που σχετίζονται με προλήψεις και δεισιδαιμονίες:
τὸ εὐώνυμον κέρας (η αριστερή παράταξη) [εὖ + ὄνομα, αντί: ἀριστερόν, καθώς οι αρχαίοι απέφευγαν τη χρήση αυτής της λέξης, επειδή πίστευαν ότι οι κακοί οιωνοί έρχονται από αριστερά]
N.E.: Ειρηνικός Ωκεανός

Η αντονομασία, κατά την οποία στη θέση ενός ονόματος, κύριου ή προσηγορικού, τίθεται λέξη όπως:
Το πατρωνυμικό αντί του κύριου ονόματος:
ὁ Πηλείδης [ὁ Ἀχιλλεὺς]

Το παράγωγο αντί του εθνικού ονόματος:
τὸ Ἑλληνικὸν [οἱ Ἕλληνες]

Η περίφραση που δηλώνει την καταγωγή ή μια ιδιότητα ενός προσώπου αντί του κύριου ή του εθνικού ονόματος:
 παῖ Μενοικέως [ὦ Κρέον]
N.E.: ο εθνικός ποιητής [ο Σολωμός]

Η μεταφορά, κατά την οποία η κύρια σημασία μιας λέξης ευρύνεται και μεταφέρεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις με τις οποίες έχει κάποια ομοιότητα:
Χαλκοῖς
 καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν τὴν χώραν ἐτείχισε. [ἰσχυροῖς τείχεσιν]
N.E.: κάλπικη αγάπη [ψεύτικη]

Η μετωνυμία, κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του:
Ὅμηρον δεῖ τοὺς παῖδας ἐκστηθίζειν. [τὰ Ὁμήρου ἔπη]
N.E.: Ακούει Μπαχ.

Το περιέχον αντί του περιεχομένου, και αντίστροφα: 
Οὔτε γὰρ
 παρὰ θεάτρου δεῖ τόν γε ἀληθῆ κριτὴν κρίνειν μανθάνοντα. [παρὰ τῶν θεατῶν]
N.E.: Η αίθουσα είχε βουβαθεί.

Το αφηρημένο αντί του συγκεκριμένου, και αντίστροφα:
Νεότης
 πολλὴ ἦν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. [νέοι ἄνδρες]
N.E.: Είσαι λεβεντιά! [λεβέντης]

Η παρομοίωση, κατά την οποία, για να τονιστεί μια ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, αυτό παραβάλλεται με άλλο που έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό:
Ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν προσαραρέναι. (να κολλήσουν) [προσαραρέναι:απρμφ. παρακειμένου του ρ. προσαραρίσκω]
N.E.: Έχει καρδιά σαν πέτρα.

Η συνεκδοχή, κατά την οποία χρησιμοποιείται:
Το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή:
Ὁ Συρακόσιος πολέμιος τῷ Ἀθηναίῳ ἐστί. [οἱ Συρακόσιοι – τοῖς Ἀθηναίοις]
N.E.: O Έλληνας είναι γλεντζές. [οι Έλληνες]

Το μέρος αντί για το σύνολο, και αντίστροφα:
Μάντεις ἐπὶ πλουσίων θύρας ἰόντες πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι δύναμις. [οἰκίας]
N.E.: κάθε κλαδί και κλέφτης [δέντρο]

Η ύλη αντί για το αντικείμενο που κατασκευάζεται από αυτήν:
Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο. [τὰ ὅπλα]
N.E.: Έβαλε πολύ χρυσάφι πάνω της. [χρυσαφικά]

Αυτό που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται:
Πλῆσον κρατῆρα μελίσσης. [μέλιτος] (Γέμισε τον κρατήρα με μέλι)

Το σχήμα κατ’ εξοχήν, κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης περιορίζεται, ώστε αντί πολλών ομοειδών να δηλώνει τελικά ένα μόνο (το κατ’ εξοχήν) από αυτά:
Καλλίξενος κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς
 εἰς τὸ ἄστυ, λιμῷ ἀπέθανεν. [εἰς τὸ ἄστυ → εἰς τὰς Ἀθήνας]
ὁ ποιητὴς [ὁ Ὅμηρος] – ἡ ποιήτρια [ἡ Σαπφὼ]
N.E.: η άλωση της Πόλης [Κωνσταντινούπολης]

Η υπερβολή, κατά την οποία αυτό που λέγεται ξεπερνά το γνωστό και το αποδεκτό:
Ἐπιλίποι δ’ ἂν ἡμᾶς ὁ πᾶς χρόνος, εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα.
N.E.: Τρώει ένα αρνί στην καθισιά του.

Σχήματα λόγου σχετικά με την πληρότητα του λόγου
Κατά τη χρήση του λόγου παραλείπονται συχνά λέξεις, επειδή εύκολα εννοούνται από τα συμφραζόμενα ή από την κοινή πείρα των συνομιλητών (βλ. ελλειπτικές προτάσεις § 2.4γ). Με την έλλειψη όρων σχετίζεται το σχήμα της βραχυλογίας, είδη της οποίας είναι:

α) Το ζεύγμα, κατά το οποίο δύο ομοειδείς προσδιορισμοί αποδίδονται στο ίδιο ρήμα, παρ’ ότι λογικά ο ένας από τους δύο ταιριάζει σε άλλο ρήμα, το οποίο εννοείται:
Ἔδουσί τε πίονα μῆλα οἶνόν τ’ ἔξαιτον. [πίνουσι] (Τρώνε παχιά αρνιά και [πίνουν] εκλεκτό κρασί.)
N.E.: Ακούει βροντές και αστραπές. [βλέπει]

β) Το σχήμα από κοινού, κατά το οποίο λέξη ή φράση που παραλείπεται εννοείται αυτούσια από τα προηγούμενα:
Διαγιγνώσκουσιν ἅ τε δύνανται καὶ ἃ μή. [δύνανται]
N.E.: Σε ξέρω, αλλά δε θυμάμαι από πού. [σε ξέρω]

γ) Το σχήμα εξ αναλόγου, κατά το οποίο παραλείπεται λέξη, φράση ή ολόκληρη πρόταση που εννοείται αναλογικά προς τα προηγούμενα ή τα επόμενα, τροποποιημένη όμως σύμφωνα με τις ανάγκες του λόγου:
— Τὸ σῶμα λέγεις; — Ναὶ. [τὸ σῶμα λέγω]
N.E.: Δεν έπραξα όπως έπρεπε. [να πράξω].

δ) Το σχήμα εξ αντιθέτου, κατά το οποίο εννοείται από τα προηγούμενα κάτι αντίθετο ή διαφορετικό:
Καί μου μηδεὶς θαυμάσῃ τὴν ὑπερβολήν, ἀλλὰ [πᾶς τιςμετ’ εὐνοίας ὃ λέγω θεωρησάτω.

Με την πληρότητα του λόγου σχετίζεται και το σχήμα του πλεονασμού, κατά το οποίο ένα νόημα ή μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται. Πλεονασμό αποτελούν2:

α) Η περίφραση, δηλαδή η απόδοση μιας έννοιας με περισσότερες από μία λέξεις:
Ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀναβαίνω.
 [ἱππεύω]
N.E.: ο Γέρος του Μοριά [ο Κολοκοτρώνης]

β) Το σχήμα εκ παραλλήλου, κατά το οποίο ένα νόημα εκφράζεται συγχρόνως και θετικά και αρνητικά:
Φησὶ γὰρ καὶ
 τῷ σώματι δύνασθαι καὶ οὐκ εἶναι τῶν ἀδυνάτων.
N.E.: Σώπα και μη μιλάς.

γ) Το σχήμα «ἕν διὰ δυοῖν», κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά με τους συνδέσμους καὶ ή τὲ - καί, ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη:
Ἔτι δὲ καὶ συλλέγεσθαί φησιν ἀνθρώπους ὡς ἐμὲ
 πονηροὺς καὶ πολλούς. [πολλούς πονηρούς ανθρώπους]
N.E.: Πέρασε ράχες και βουνά. [ράχες βουνών]

α) Έλξη του κατηγορουμένου είτε από το αντικείμενο του ρήματος σε γενική ή δοτική είτε από τη δοτική προσωπική (σε περίπτωση απρόσωπης σύνταξης):
Οἱ πρέσβεις Κύρου ἐδέοντο
 ὡς προθυμοτάτου πρὸς πόλεμον γενέσθαι. [ὡς προθυμότατον γενέσθαι]
Οὐδὲν ἐμποδὼν αὐτοῖς ἐστι κυρίοις τῶν ἀγαθῶν εἶναι. [κυρίους εἶναι]

β) Έλξη του υποκειμένου ή του αντικειμένου, όταν αυτό είναι αντωνυμία, από το γένος του κατηγορουμένου, στην περίπτωση που αυτό είναι ουσιαστικό:
Ταύτην
 ἐμαυτῷ ῥᾳστώνην ἐξηῦρον. [τοῦτο] (Aυτό βρήκα ως ανακούφιση για τον εαυτό μου.)


α) Η αναστροφή, κατά την οποία μια πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη με την οποία τελειώνει η προηγούμενή της:
Παρ' Ἐρυθραίων χρήματα
 λαμβάνουσιν. Λαμβάνουσι δ' οἱ μὲν ἔχοντες μίαν ἢ δύο ναῦς ἐλάττονα.

β) Η επαναφορά, η επανάληψη δηλαδή της ίδιας λέξης στην αρχή διαδοχικών προτάσεων για έμφαση:
Οὗτός
 ἐστιν ὁ σώφρων καὶ οὗτος ὁ ἀνδρεῖος.

γ) Η επιφορά, κατά την οποία διαδοχικές προτάσεις ή περίοδοι τελειώνουν με την ίδια λέξη ή φράση:
Ὅστις ἐν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν ψῆφον
 αἰτεῖ, ὅρκον αἰτεῖ, νόμον αἰτεῖ, δημοκρατίαν αἰτεῖ.

δ) Η συμπλοκή, συνδυασμός επαναφοράς και επιφοράς:
Ἐπὶ
 σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου