Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΑΧΕΡΟΝΤΑ: ΜΙΑ ΚΑΛΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΠΑΤΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Στο νεκρομαντείο του Αχέροντα στα αρχαία χρόνια, λάμβανε χώρα μια καλά οργανωμένη απάτη που είχαν στήσει οι ιερείς. Μεθοδικά συνέλεγαν πληροφορίες για το λόγο της επίσκεψης των πιστών, τους υπέβαλλαν σε ειδική δίαιτα, συνεχείς προσευχές, διηγήσεις στο σκοτάδι, μέχρι οι αισθήσεις να αρχίσουν να υπολειτουργούν οδηγώντας τους σε μια κατάσταση παραισθήσεων. Τότε οι πιστοί ήταν έτοιμοι να συναντήσουν τους νεκρούς στον Άδη.

Η ιεροτελεστία  που ακολουθούνταν ήταν η εξής: Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κυάμων (κουκιών) που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.

 Για να λάβει ο επισκέπτης απάντηση από την ψυχή έπρεπε να τελέσει προσφορές και να τη βγάλει από τη λήθη δίνοντάς της να πιει αίμα. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Ομήρου σύμφωνα με την οποία η μάνα του Οδυσσέα Αντίκλεια δεν τον αναγνώρισε παρά μόνο όταν ήπιε από το αίμα της προσφοράς. Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες σαν σκιές. Τα "είδωλα" των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με σιδερένιους μοχλούς από την υπόγεια αίθουσα.

 Στο τέλος οι πιστοί αποχωρούσαν από άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα. Η οποιαδήποτε μαρτυρία του χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο. Φυσικά οι τελευταίοι που πίστευαν στην επικοινωνία με τους νεκρούς ήταν οι ιερείς, όχι όμως και οι αφελείς πιστοί. Aς δούμε όμως αναλυτικά τι ήταν η νεκρομαντεία και και ειδικότερα τι ρόλο έπαιζε το νεκρομαντείο του Αχέροντα.

Η ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ

Νεκρομαντεία είναι η πνευματική επικοινωνία με τους νεκρούς προς την επίτευξη μαντείας. Ήταν η τέχνη της επίκλησης των νεκρών για την φανέρωση απόκρυφων ή μελλοντικών πραγμάτων. Η λατρεία των νεκρών και η πίστη στην αθανασία της ψυχής είναι τα αίτια στα οποία οφείλεται η νεκρομαντεία ή νεκυομαντεία. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή των πεθαμένων, αποχωρίζεται από το σώμα και περιπλανάται μεταξύ των ζωντανών. 
Με αυτή την σκέψη ήταν εύκολα να υποθέσουν ότι θα μπορούσαν να την επικαλεστούν είτε με την απλή τους βούληση, είτε με την βοήθεια μυστηριωδών τελετών (νέκυια). Οι τάφοι υπήρξαν οι πρώτοι τόποι στους οποίους ασκήθηκε για πρώτη φορά η νεκρομαντεία. Οι ζωντανοί προσκόμιζαν στους νεκρούς τροφές και αρώματα και με την βοήθεια διάφορων επωδών προσπαθούσαν να καλέσουν τις σκιές τους.

 ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

 Κατά την αρχαιότητα, ως γνωστό τρία ήσαν τα περιώνυμα νεκυομαντεία (εκ του «νέκυς», που κατά κυριολεξία σημαίνει στα αρχαία Ελληνικά, το «είδωλο - ψυχή» του νεκρού): το νεκυομαντείο του Αχέροντα, εκείνο της Ηράκλειας (στον Πόντο) και αυτό του Ταινάρου.
Ειδικά το πρώτο, αυτό του Αχέροντα στην Ήπειρο υπήρξε το γνωστότερο, εφόσον σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση, εκεί βρίσκονταν η «είσοδος στον Άδη» (Ομήρου Οδύσσεια κ. 513). Στην συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού, είχε δημιουργηθεί η ελώδης λίμνη της Αχερουσίας, την οποία οι ψυχές διαπερνούσαν με την βάρκα του Χάροντα, καθ’ οδόν προς τον Άδη. Στην όχθη της Αχερουσίας, σε ένα σπήλαιο ενός κωνικού βράχου, είχε κτισθεί από αρχαιοτάτων χρόνων  το νεκρομαντείο του Αχέρωντα (Ηρόδοτος V. 92 η΄). Πάνω ακριβώς από το μαντείο βρίσκονταν η εσχάρα, όπου γίνονταν οι αιματηρές τελετές των εναγισμών. Κάτω από την οπή της εσχάρας βρίσκονταν το άδυτο του νέκυο/νεκρομαντείου. Πρόκειται για μια υποβλητική στοά, όπου χύνονταν το αίμα και οι χοές των εναγισμών και έρχονταν οι ψυχές των νεκρών για να πιουν και να ζωντανέψουν.
Δίπλα από τα νεκρομαντεία βρίσκονταν τα εγκοιμητήρια (όπως και στα Ασκληπιεία), συνήθως έγγλυφες κλίνες σε βράχους, που ονομάζονται «όλμοι». Εκεί οι πιστοί, «καθ’ ύπνους», έρχονται σε επικοινωνία με τα εγκαλούμενα πνεύματα.
 Η διαδικασία μύησης:
Μόλις ο επισκέπτης διέσχιζε την είσοδο του νεκρομαντείου βρισκόταν στην υπαίθρια αυλή . Οι ιερείς τον υποδέχονταν και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής που βρισκόταν δίπλα. Εκεί υπήρχαν και άλλα δωμάτια τα οποία ήταν βοηθητικοί χώροι ή χώροι προσωπικού .
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ιερείς του νεκρομαντείου ήταν να πάρουν πληροφορίες για το λόγο της επίσκεψης, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του επισκέπτη και στη συνέχεια τον οδηγούσαν στο νότιο τμήμα της αυλής όπου βρισκόταν τα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης . Εκεί παρέμειναν οι επισκέπτες για να προετοιμαστούν για τη δοκιμασία που θα ακολουθούσαν.
Μετά την προετοιμασία τους, ο ιερέας τούς οδηγούσε μέσα από τις δύο πύλες ( στα υπνοδωμάτια. Εδώ οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε ειδική δίαιτα με κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ουσίες που προκαλούσαν αναστάτωση στον οργανισμό τους. Όταν έκρινε ο ιερέας ότι κάποιος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσε στον ανατολικό διάδρομο μέσα από την τρίτη πύλη. Πριν από αυτό όμως επισκεπτόταν το λουτρό  όπου έριχνε μια πέτρα δεξιά του για να εξορκίσει το κακό και έπλενε τα χέρια του στο λουτήρα (ένα πιθάρι με νερό).
Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης οδηγούνταν στο τελευταίο βόρειο δωμάτιο παραμονής  για άγνωστο χρονικό διάστημα όπου η δίαιτα ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα μέσα στο σκοτάδι, οι αισθήσεις άρχισαν να υπολειτουργούν οδηγώντας τον σε μια κατάσταση παραισθήσεων.
Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο επισκέπτης έβγαινε στον ανατολικό διάδρομο  όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως πρόβατο) και κατευθύνονταν στην πύλη  του νότιου διαδρόμου.
Ο νότιος διάδρομος  ήταν δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος με τρεις τοξωτές πύλες που είχαν σιδερένιες πόρτες με καρφιά ώστε να ενισχύει την αίσθηση του κάτω κόσμου. Εδώ πρόσφεραν στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που τις έσπαζαν επιτόπου.
Η τελευταία πύλη ήταν η είσοδος του ιερού  επίσης σιδερόφρακτη και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού ), μιά αίθουσα μεγέθους 15 Χ 4,25 μ. δεξιά και αριστερά της οποίας υπήρχαν από τρία δωμάτια τα οποία ήταν αποθηκευτικοί χώροι  για δημητριακά και προσφορές των επισκεπτών.
Εδώ στην κεντρική αίθουσα γινόταν οι «χοές» δηλ. προσφορές σε υγρή μορφή, όπως γάλα, μέλι, κρασί και αίμα θυσιασμένων ζώων, που χύνονταν στο πλακόστρωτο δάπεδο για να εξευμενίσουν τους θεούς του κάτω κόσμου. Μετά από αυτό, σ’ αυτό το χώρο εμφανιζόταν και οι «σκιές» των νεκρών και μιλούσαν στον επισκέπτη.
Στο τέλος ο επισκέπτης οδηγούνταν στην έξοδο του ανατολικού διαδρόμου για να μη συναντηθεί με τους άλλους που ακόμα προετοιμαζόταν. Δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είδε και τι έζησε γιατί θεωρούνταν βλασφημία.
Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους και έπαυσε η λειτουργία του για να κατοικηθεί ξανά τον 1ο αι.π.Χ. Τον 18ο αι.μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου η οποία σώζεται μέχρι σήμερα με το αντίστοιχο νεκροταφείο. Στο χώρο βρέθηκαν επίσης εκατοντάδες αγγεία που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια και μικρότερα αγγεία διακοσμημένα με το ρυθμό «δυτικής κλιτύος». Στις αποθήκες βρέθηκαν μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία και ειδώλια της Περσεφόνης και του Κέρβερου.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η ακουστική του χώρου της υπόγειας αίθουσας. Η παρατήρηση των τόξων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές του χρόνου αντήχησης και του θορύβου βάθους, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος έτσι, ώστε να δημιουργεί στον επισκέπτη του έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου