Ορισμένοι
ρηματικοί τύποι παρουσιάζουν μεταξύ τους ομοιότητες στη γραφή και στο άκουσμα
(ομοιότυποι και ομόηχοι) με αποτέλεσμα να μπερδεύουν συχνά μαθητές και
εκπαιδευτικούς και η λύση να δίνεται από τη σύνταξη, τους προσδιορισμούς ή τα
συμφραζόμενα.
Όμοιοι
τύποι του ενεστώτα των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων:
Το γ΄
ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με το β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης
φωνής.
π.χ.:
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.) και
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.).
π.χ.:
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.) και
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.).
Το γ΄
ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει
με το β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα
μέσης φωνής.
π.χ.:
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.).
π.χ.:
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.).
Το α΄
ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει
με
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.).
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.).
Το β΄
πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει
με το β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα ενεργητικής
φωνής.
π.χ.:
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. ε.φ.).
π.χ.:
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. ε.φ.).
Το β΄
πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης φωνής μοιάζει
με
το β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.
π.χ.:
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. μ.φ.).
Όμοιοι τύποι των συντελικών χρόνων:
το β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.
π.χ.:
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. μ.φ.).
Όμοιοι τύποι των συντελικών χρόνων:
Το β΄
πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου μέσης φωνής μοιάζει
με το β΄ πληθυντκό πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου μέσης
φωνής.
π.χ.:
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. οριστ. παρακ. μ.φ.)
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. προστ. παρακ. μ.φ.).
Όμοιοι τύποι των άλλων χρόνων των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων:
π.χ.:
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. οριστ. παρακ. μ.φ.)
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. προστ. παρακ. μ.φ.).
Όμοιοι τύποι των άλλων χρόνων των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων:
Το α΄
ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει
με
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. οριστ. μελλ. ε.φ.)
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. υποτ. αορ. ε.φ.).
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. οριστ. μελλ. ε.φ.)
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. υποτ. αορ. ε.φ.).
Το γ΄
ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου ενεργητικής φωνής μοιάζει
με
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου μέσης φωνής και με
το απαρέμφατο αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
πράξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (γ΄ ενικ. ευκτ. αορ. ε.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (β΄ ενικ. προστ. αορ. μ.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (απαρέμφατο αορ. ε.φ.).
Άλλοι όμοιοι τύποι των συνηρημένων ρημάτων:
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου μέσης φωνής και με
το απαρέμφατο αορίστου ενεργητικής φωνής.
π.χ.:
πράξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (γ΄ ενικ. ευκτ. αορ. ε.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (β΄ ενικ. προστ. αορ. μ.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (απαρέμφατο αορ. ε.φ.).
Άλλοι όμοιοι τύποι των συνηρημένων ρημάτων:
Τα συνηρημένα
ρήματα παρουσιάζουν αρκετούς όμοιους τύπους, όπως:
α) το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμῶ (β΄ενικ. προστ. ενεστ. μ.φ.)
το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμᾷ (γ΄ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (γ΄ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.)
β) το β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής, υποτακτικής και ευκτικής ενεργητικής φωνής των ρημάτων σε –όω
α) το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμῶ (β΄ενικ. προστ. ενεστ. μ.φ.)
το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμᾷ (γ΄ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (γ΄ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.)
β) το β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής, υποτακτικής και ευκτικής ενεργητικής φωνής των ρημάτων σε –όω
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
|
β΄εν.:
|
δουλοῖς
|
δουλοῖς
|
δουλοῖς
|
γ΄εν.:
|
δουλοῖ
|
δουλοῖ
|
δουλοῖ
|
Ομοιότητες
παρατηρούνται ακόμη ανάμεσα σε ρηματικούς και ονοματικούς τύπους. Ιδιαίτερη
προσοχή πρέπει να δοθεί στους εξής:
Το γ΄
ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
τη δοτική ενικού τριτόκλιτου ουσιαστικού σε –ις.
π.χ.:
λύσει – τῇ λύσει,
ποιήσει - (τῇ) ποιήσει.
π.χ.:
λύσει – τῇ λύσει,
ποιήσει - (τῇ) ποιήσει.
Το γ΄
πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει
με τη δοτική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα ενεργητικής
φωνής.
π.χ.:
ἄρχουσι(ν) – τοῖς ἄρχουσι(ν)
τιμῶσι(ν) - τοῖς τιμῶσι(ν)
ποιοῦσι(ν) - τοῖς ποιοῦσι(ν)
δουλοῦσι(ν) - τοῖς δουλοῦσι(ν)
π.χ.:
ἄρχουσι(ν) – τοῖς ἄρχουσι(ν)
τιμῶσι(ν) - τοῖς τιμῶσι(ν)
ποιοῦσι(ν) - τοῖς ποιοῦσι(ν)
δουλοῦσι(ν) - τοῖς δουλοῦσι(ν)
Το γ΄
πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα και αορίστου μοιάζει
με τη γενική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα και
αορίστου αντίστοιχα.
π.χ.:
π.χ.:
προστακτική
- μετοχή ενεστώτα προστακτική
- μετοχή αορίστου
γραφόντων
– τῶν
γραφόντων γραψάντων
– τῶν γραψάντων .
τιμώντων - (τῶν) τιμώντων τιμησάντων - (τῶν) τιμησάντων
ποιούντων - (τῶν) ποιούντων ποιησάντων-(τῶν)ποιησάντων
τιμώντων - (τῶν) τιμώντων τιμησάντων - (τῶν) τιμησάντων
ποιούντων - (τῶν) ποιούντων ποιησάντων-(τῶν)ποιησάντων
δουλούντων
- (τῶν) δουλούντων δουλωσάντων -
(τῶν) δουλωσάντων
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΩΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ OMOHXΩΝ ΤΥΠΩΝ
Τα
ρήματα αἰρῶ και λέγω σχηματίζουν ομόηχους τύπους στους
συντελικούς χρόνους:
ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ
εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι
εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι
ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι
εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ
εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω
ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι
εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι
ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι
εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
Τα
ρήματα αἴρομαι και ἐρωτῶ σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι
ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι
ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ
αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
Τα
ρήματα αἰτοῦμαι και ἠττῶμαι σχηματίζουν ομόηχους
τύπους:
ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι
ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήμην → υπερσυντέλικος του ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι
ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι
ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι
ᾐτήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήμην → υπερσυντέλικος του ρ. ἡττῶμαι
ἦρξα → αόριστος
του ρ. ἄρχω
εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι
εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι
εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω
ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι
εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι
ἦργμαι → παρακείμενος
του ρ. ἄρχομαι
εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι
ἤργμην → αυπερυντέλικος του ρ. ἄρχομαι
εἴργμην → υπερσυντέλικος του ρ. εἴργομαι.
εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι
ἤργμην → αυπερυντέλικος του ρ. ἄρχομαι
εἴργμην → υπερσυντέλικος του ρ. εἴργομαι.
Το
ρήμα βάλλω, -ομαι σχηματίζει όμοιους και ομόηχους τύπους:
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω
ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι
ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι
βάλλε → προστακτική ενεστώτα του ρ. βάλλω
βάλε → προστακτική αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαράμφατο μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαρέμφατο αορίστου του ρ. βάλλω
βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλλόμενος, -η, -ον → μετοχή ενεστώτα του ρ. βάλλομαι
βαλόμενος, -η, -ον → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλομαι
ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω
ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω
ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι
ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι
βάλλε → προστακτική ενεστώτα του ρ. βάλλω
βάλε → προστακτική αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαράμφατο μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαρέμφατο αορίστου του ρ. βάλλω
βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλλόμενος, -η, -ον → μετοχή ενεστώτα του ρ. βάλλομαι
βαλόμενος, -η, -ον → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλομαι
Τα
ρήματα ἵεμαι, οἶδα και φέρομαι στον μέλλοντα σχηματίζουν
ομόηχους τύπους:
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι
εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα
οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
Το
ρήμα λείπομαι σχηματίζει ομόηχους τύπους μα τα
ρήματα λύομαι και λαμβάνω, -ομαι:
λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω
λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι
ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι
λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι
ἐλελείμμην → υπερσυντέλικος του ρ. λείπομαι
ἐλελύμην → υπερσυντέλικος του ρ. λύομαι.
λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω
λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι
ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι
λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι
λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι
ἐλελείμμην → υπερσυντέλικος του ρ. λείπομαι
ἐλελύμην → υπερσυντέλικος του ρ. λύομαι.
Τα
ρήματα πάσχω και πείθομαι σχηματίζουν όμοια τον
μέλλοντα:
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι
Τα ρήματα πείθομαι και πυνθάνομαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι
πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι
πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι
Τα ρήματα πείθομαι και πυνθάνομαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι
ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι
πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι
πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
Τα
ρήματα τρέπω, -ομαι και τρέφω, -ομαι σχηματίζουν παρόμοια
τον παρακείμενο στις δύο φωνές:
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω
τέτραμμαι → παρακείμενος
του ρ. τρέπομαι
τέθραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέφομαι
τέθραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέφομαι
Τα
ρήματα φύομαι και φαίνω σχηματίζουν ομόηχους τύπους:
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι
φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι
φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
Τα
ρήματα χρὴ και χρῶμαι σχηματίζουν όμοιους τύπους:
χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ
χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ
χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
Πολλοί
τύποι του ρήματος εἰμὶ παρουσιάζουν ομοιότητες με τύπους άλλων ρημάτων, αλλά
και με κλιτούς ή άκλιτους τύπους: εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα
του ρ. εἰμὶ
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι
εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ᾗ → β΄
ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι
ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.ά.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦν (=είπα) → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἠμὶ (=λέγω). Το ρήμα είναι ποιητικό, ο τύπος είναι δόκιμος μόνο στον Πλάτωνα.
ἦν → παρατατικός του ρ. εἰμὶ σε α΄ και γ΄ ενικό και πληθυντικό.
ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.ά.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)
ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)
ἦν (=είπα) → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἠμὶ (=λέγω). Το ρήμα είναι ποιητικό, ο τύπος είναι δόκιμος μόνο στον Πλάτωνα.
ἦν → παρατατικός του ρ. εἰμὶ σε α΄ και γ΄ ενικό και πληθυντικό.
ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ
ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι
ὦ → κλητικό επιφώνημα
ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
Πολλοί
όμοιοι τύποι εντοπίζονται και στον σχηματισμό των παραθετικών επιθέτων και
επιρρηματων. Π.χ.:
πλέον (τὸ) → επίθετο συγκριτικού βαθμού, ουδετέρου γένους
πλέον → επίρρημα συγκριτικού βαθμού
μείζονα, μείζω → αιτιατική ενικού, αρσενικού/θηλυκού γένους, συγκριτικού βαθμού
μείζονα, μείζω → ονομαστική/αιτιατική/κλητική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, συγκριτικού βαθμού.
πλέον (τὸ) → επίθετο συγκριτικού βαθμού, ουδετέρου γένους
πλέον → επίρρημα συγκριτικού βαθμού
μείζονα, μείζω → αιτιατική ενικού, αρσενικού/θηλυκού γένους, συγκριτικού βαθμού
μείζονα, μείζω → ονομαστική/αιτιατική/κλητική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, συγκριτικού βαθμού.
πολύ χρήσιμο, το αναδημοσίευσα , αν μου επιτρέπεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλεύθερα!
Διαγραφήκάθε σου ανάρτηση απολύτως χρήσιμη! πολλά-πολλά ευχαριστώ από όλους μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΒίκυ μου καλή σου μέρα! Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Καλή δύναμη στο έργο σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή