Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ ΟΜΟΗΧΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΜΠΕΡΔΕΨΟΥΝ

Ορισμένοι ρηματικοί τύποι παρουσιάζουν μεταξύ τους ομοιότητες στη γραφή και στο άκουσμα (ομοιότυποι και ομόηχοι) με αποτέλεσμα να μπερδεύουν συχνά μαθητές και εκπαιδευτικούς και η λύση να δίνεται από τη σύνταξη, τους προσδιορισμούς ή τα συμφραζόμενα.
 

Όμοιοι τύποι του ενεστώτα των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων:

Το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με το β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης φωνής.

π.χ.:
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.) και
πράττει, τιμᾷ, ποιεῖ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.). 
Το γ΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με το β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.

π.χ.:
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (γ΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
πράττῃ, τιμᾷ, ποιῇ, δουλοῖ (β΄ ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.). 
Το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.

π.χ.:
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
λύω, τιμῶ, ποιῶ, δουλῶ (α΄ ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.). 
Το β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με το β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.

π.χ.:
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
παιδεύετε, τιμᾶτε, ποιεῖτε, ποιεῖτε, δουλοῦτε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. ε.φ.). 
Το β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μέσης φωνής μοιάζει με
το β΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα μέσης φωνής.

π.χ.:
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
παιδεύεσθε, τιμᾶσθε, ποιεῖσθε, δουλοῦσθε (β΄ πληθ. προστ. ενεστ. μ.φ.).

Όμοιοι τύποι των συντελικών χρόνων: 
Το β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου μέσης φωνής μοιάζει με το β΄ πληθυντκό πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου μέσης φωνής.

π.χ.:
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. οριστ. παρακ. μ.φ.)
πεπαίδευσθε, τετίμησθε, πεποίησθε, δεδούλωσθε (β΄ πληθ. προστ. παρακ. μ.φ.).

Όμοιοι τύποι των άλλων χρόνων των βαρύτονων και συνηρημένων ρημάτων: 
Το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει με
το α΄ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου ενεργητικής φωνής.

π.χ.:
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. οριστ. μελλ. ε.φ.)
τάξω, τιμήσω, ποιήσω, δουλώσω (α΄ ενικ. υποτ. αορ. ε.φ.). 
Το γ΄ ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου ενεργητικής φωνής μοιάζει με
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου μέσης φωνής και με
το απαρέμφατο αορίστου ενεργητικής φωνής.

π.χ.:
πράξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (γ΄ ενικ. ευκτ. αορ. ε.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (β΄ ενικ. προστ. αορ. μ.φ.)
πρᾶξαι, τιμῆσαι, ποιῆσαι, δουλῶσαι (απαρέμφατο αορ. ε.φ.).

Άλλοι όμοιοι τύποι των συνηρημένων ρημάτων: 
Τα συνηρημένα ρήματα παρουσιάζουν αρκετούς όμοιους τύπους, όπως:

α) το α΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
το β΄ ενικό πρόσωπο προστακτικής μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμῶ (α΄ ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμῶ (β΄ενικ. προστ. ενεστ. μ.φ.)
το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής και
β΄ ενικό πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα μέσης φωνής των ρημάτων σε -άω:
π.χ. τιμᾷ (γ΄ενικ. οριστ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (γ΄ενικ. υποτ. ενεστ. ε.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. οριστ. ενεστ. μ.φ.)
τιμᾷ (β΄ενικ. υποτ. ενεστ. μ.φ.)

β) το β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής, υποτακτικής και ευκτικής ενεργητικής φωνής των ρημάτων σε –όω

οριστική
υποτακτική
ευκτική
β΄εν.:
δουλοῖς
δουλοῖς
δουλοῖς
γ΄εν.:
δουλοῖ
δουλοῖ
δουλοῖ


Ομοιότητες παρατηρούνται ακόμη ανάμεσα σε ρηματικούς και ονοματικούς τύπους. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στους εξής:

Το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα ενεργητικής φωνής μοιάζει με τη δοτική ενικού τριτόκλιτου ουσιαστικού σε –ις.

π.χ.:
λύσει – τῇ λύσει,
ποιήσει - (τῇ) ποιήσει. 
Το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής μοιάζει με τη δοτική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα ενεργητικής φωνής.

π.χ.:
ἄρχουσι(ν) – τοῖς ἄρχουσι(ν)
τιμῶσι(ν) - τοῖς τιμῶσι(ν)
ποιοῦσι(ν) - τοῖς ποιοῦσι(ν)
δουλοῦσι(ν) - τοῖς δουλοῦσι(ν) 

Το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα και αορίστου μοιάζει με τη γενική πληθυντικού της μετοχής ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα.

π.χ.: 

προστακτική - μετοχή ενεστώτα    προστακτική - μετοχή αορίστου

γραφόντων – τῶν γραφόντων        γραψάντων – τῶν γραψάντων .
τιμώντων - (τῶν) τιμώντων             τιμησάντων - (τῶν) τιμησάντων
ποιούντων - (τῶν) ποιούντων        ποιησάντων-(τῶν)ποιησάντων
δουλούντων - (τῶν) δουλούντων δουλωσάντων - (τῶν) δουλωσάντων
  
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΩΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ OMOHXΩΝ ΤΥΠΩΝ

Τα ρήματα αἰρῶ και λέγω σχηματίζουν ομόηχους τύπους στους συντελικούς χρόνους:

ᾕρηκα → παρακείμενος του ρ. αἱρῶ
εἴρηκα → παρακείμενος του ρ. λέγω

ᾕρημαι → παρακείμενος του ρ. αἱροῦμαι
εἴρημαι → παρακείμενος του ρ. λέγομαι

ᾑρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἱροῦμαι
εἰρήμην → υπερσυντέλικος του ρ. λέγομαι
Τα ρήματα αἴρομαι και ἐρωτῶ σχηματίζουν ομόηχους τύπους:

ᾐρόμην → παρατατικός του ρ. αἴρομαι
ἠρόμην → αόριστος β΄ του ρ. ἐρωτῶ

αἰρόμενος → μετοχή ενεστώτα του ρ. αἴρομαι
ἐρόμενος → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. ἐρωτῶ
Τα ρήματα αἰτοῦμαι και ἠττῶμαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:

ᾐτήθην → παθητικός αόριστος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἡττῶμαι

ᾔτημαι → παρακείμενος του ρ. αἰτοῦμαι
ἥττημαι → παρακείμενος του ρ. ἡττῶμαι

ᾐτήμην → υπερσυντέλικος του ρ. αἰτοῦμαι
ἡττήμην → υπερσυντέλικος του ρ. ἡττῶμαι
ἦρξα → αόριστος του ρ. ἄρχω
εἶρξα → αόριστος του ρ. εἴργω

ἤρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. ἄρχομαι
εἴρχθην → παθητικός αόριστος του ρ. εἴργομαι 
ἦργμαι → παρακείμενος του ρ. ἄρχομαι
εἶργμαι → παρακείμενος του ρ. εἴργομαι

ἤργμην → αυπερυντέλικος του ρ. ἄρχομαι
εἴργμην → υπερσυντέλικος του ρ. εἴργομαι.
Το ρήμα βάλλω, -ομαι σχηματίζει όμοιους και ομόηχους τύπους:

ἔβαλον → αόριστος β΄ του ρ. βάλλω
ἔβαλλον → παρατατικός του ρ. βάλλω

ἐβαλόμην → αόριστος β΄ του ρ. βάλλομαι
ἐβαλλόμην → παρατατικός του ρ. βάλλομαι

βάλλε → προστακτική ενεστώτα του ρ. βάλλω
βάλε → προστακτική αορίστου β΄ του ρ. βάλλω

βαλεῖν → απαράμφατο μέλλοντα του ρ. βάλλω
βαλεῖν → απαρέμφατο αορίστου του ρ. βάλλω

βαλών, -οῦσα, -ὸν → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλω
βαλῶν, -οῦσα, -ὸν → μετοχή μέλλοντα του ρ. βάλλω

βαλλόμενος, -η, -ον → μετοχή ενεστώτα του ρ. βάλλομαι
βαλόμενος, -η, -ον → μετοχή αορίστου β΄ του ρ. βάλλομαι
Τα ρήματα ἵεμαι, οἶδα και φέρομαι στον μέλλοντα σχηματίζουν ομόηχους τύπους:

ἥσομαι → μέλλοντας του ρ. ἵεμαι

εἴσομαι → μέλλοντας του ρ. οἶδα

οἴσομαι → μέλλοντας του ρ. φέρομαι
Το ρήμα λείπομαι σχηματίζει ομόηχους τύπους μα τα ρήματα λύομαι και λαμβάνω, -ομαι:

λείψομαι → μέλλοντας του ρ. λείπομαι
λήψομαι → μέλλοντας του ρ. λαμβάνω

λειφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λείπομαι
ληφθήσομαι → παθητικός μέλλοντας του ρ. λαμβάνομαι

ἐλείφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λείπομαι
ἐλήφθην → παθητικός αόριστος του ρ. λαμβάνομαι

λέλειμμαι → παρακείμενος του ρ. λείπομαι
λέλυμαι → παρακείμενος του ρ. λύομαι

ἐλελείμμην → υπερσυντέλικος του ρ. λείπομαι
ἐλελύμην → υπερσυντέλικος του ρ. λύομαι.
Τα ρήματα πάσχω και πείθομαι σχηματίζουν όμοια τον μέλλοντα:

πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πάσχω
πείσομαι → μέλλοντας του ρ. πείθομαι

Τα ρήματα πείθομαι και πυνθάνομαι σχηματίζουν ομόηχους τύπους:

ἐπειθόμην → παρατατικός του ρ. πείθομαι
ἐπιθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πείθομαι

ἐπυθόμην → αόριστος β΄ του ρ. πυνθάνομαι

πέπεισμαι → παρακείμενος του ρ. πείθομαι
πέπυσμαι → παρακείμενος του ρ. πυνθάνομαι
Τα ρήματα τρέπω, -ομαι και τρέφω, -ομαι σχηματίζουν παρόμοια τον παρακείμενο στις δύο φωνές:

τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέπω
τέτροφα → παρακείμενος του ρ. τρέφω


τέτραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέπομαι
τέθραμμαι → παρακείμενος του ρ. τρέφομαι
Τα ρήματα φύομαι και φαίνω σχηματίζουν ομόηχους τύπους:

φῦναι → απαρέμφατο αορίστου β΄ του ρ. φύομαι
φῆναι → απαρέμφατο αορίστου α΄ του ρ. φαίνω
Τα ρήματα χρὴ και χρῶμαι σχηματίζουν όμοιους τύπους:

χρῇ → υποτακτική του απρόσωπου ρ. χρὴ
χρῇ → β΄ ενικό οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα του ρ. χρῶμαι
Πολλοί τύποι του ρήματος εἰμὶ παρουσιάζουν ομοιότητες με τύπους άλλων ρημάτων, αλλά και με κλιτούς ή άκλιτους τύπους: εἶ → β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ

εἶ → β΄ ενικό οριστικής μέλλοντα του ρ. εἶμι

εἰ → υποθετικός σύνδεσμος
ᾗ → β΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵεμαι

ᾗ → γ΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι

ᾗ → επίρρημα που δηλώνει τόπο (= όπου, στο μέρος το οποίο κ.ά.)
ή τρόπο
π.χ. ᾗ θέμις ἐστὶ (= όπως είναι το ορθό και το δίκαιο)

ᾗ → δοτική ενικού της αναφορικής αντωνυμίας θηλυκού γένους ἣ (ὅς, ἥ, ὃ)


ἦν (=είπα) → α΄ ενικό παρατατικού του ρ. ἠμὶ (=λέγω). Το ρήμα είναι ποιητικό, ο τύπος είναι δόκιμος μόνο στον Πλάτωνα.

ἦν → παρατατικός του ρ. εἰμὶ σε α΄ και γ΄ ενικό και πληθυντικό.


ὦ → α΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. εἰμὶ

ὧ → α΄ ενικό υποτακτικής αορίστου β΄ του ρ. ἵημι

ὦ → κλητικό επιφώνημα

ᾧ → δοτική της αναφορικής αντωνυμίας ὃς (ὅς, ἥ, ὃ)
Πολλοί όμοιοι τύποι εντοπίζονται και στον σχηματισμό των παραθετικών επιθέτων και επιρρηματων. Π.χ.:

πλέον (τὸ) 
 επίθετο συγκριτικού βαθμού, ουδετέρου γένους
πλέον 
 επίρρημα συγκριτικού βαθμού

μείζονα, μείζω 
 αιτιατική ενικού, αρσενικού/θηλυκού γένους, συγκριτικού βαθμού
μείζονα, μείζω 
 ονομαστική/αιτιατική/κλητική πληθυντικού, ουδετέρου γένους, συγκριτικού βαθμού.

4 σχόλια: