Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Η νεοελληνική ποίηση, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής με την ανάλογη βέβαια καθυστέρηση, διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση των ποιητικών αυτών ρευμάτων καθώς πολλοί ποιητές μας είχαν κάνει σπουδές στην Ευρώπη ή είχαν ενημέρωση και επικοινωνία για τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ποίηση! Ακολουθεί ενδεικτικός πίνακας των νεοελληνικών ποιητικών ρευμάτων καθώς και σύντομη αναφορά και παρουσίαση στο καθένα απ’ αυτά.


 Ο ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ είναι αισθητικό και λογοτεχνικό κίνημα που άνθησε στη Δύση και πρέσβευε στη μίμηση των κλασσικών προτύπων.
Χρήση μυθολογικών συμβόλων και μορφών 
Φροντίδα για κομψή και χαριτωμένη στιχουργία
Χρήση λαϊκής γλώσσας
Δομή ρητορικού λόγου
Ρητορικές εξάρσεις και στομφώδες ύφος
Τήρηση κανόνων, τάξη, μέτρο.
Δήλωση και όχι συνυποδήλωση των συναισθημάτων και έλεγχος αυτών.Στα πλαίσια του νεοκλασικισμού αναπτύχθηκε ο ανακρεοντισμός. Μίμηση ποιημάτων που είχαν αποδοθεί στον Ανακρέοντα. Είχαν ελαφρύ περιεχόμενο και μιλούσαν για την αγάπη για το κρασί. Ανακρεόντεια ποιήματα έγραψαν ο Μεταστάσιος, ο Λεοπάρντι, ο Γκαίτε, ο Φώσκολο και από Έλληνες ο Χριστόπουλος κι ο Βηλαράς.
Ανάλογο υποκίνημα ήταν ο αρκαδισμός αναπτύχθηκε και σα λογοτεχνικό κίνημα που πρέσβευε την επιστροφή στην φύση και την απλότητα, και σαν έκφραση της αναζήτησης της ουτοπίας Αρκαδία
    Οι φαναριώτες ποιητές Χριστόπουλος και Βηλαράς ήταν οι σημαντικότεροι  Έλληνες εκπρόσωποι. Να σημειωθεί η ιδιάζουσα περίπτωση του Ανδρέα Κάλβου. Θεώρησε ότι η στρατευμένη στον αγώνα της ελευθερίας ποίηση του θα εκπλήρωνε το σκοπό της ακολουθώντας της συγκεκριμένη τεχνοτροπία. Δημιούργησε μάλιστα ένα δικό του στροφικό σύστημα με μείξη στοιχείων από την ιταλική μετρική, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και τα αρχαϊκά λυρικά στροφικά σχήματα κι έγραψε σε μια γλώσσα δικής του επινόησης, με ανάμεικτα στοιχεία δημοτικής και αρχαίας γλώσσας. Ο ίδιος παράλληλα, να επισημανθεί ήταν ρομαντική φυσιογνωμία. Το αποτέλεσμα της μίξης αυτών των (φαινομενικά ή μη) ετερόκλητων στοιχείων δημιούργησε ένα ιδιαίτερα γοητευτικό, σχεδόν υπερρεαλιστικό σύμπαν...

 Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ  είναι ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα όλων των εποχών. Εκδηλώθηκε και κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Με κάποια καθυστέρηση εμφανίζεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
 Ρομαντικοί Άγγλοι ποιητές: Σέλλεϋ, Κητς, Μπάιρον (ο Λόρδος Βύρων), κ.ά.
Ρομαντικοί Γερμανοί συγγραφείς: H ομάδα «Sturm und Drang» («Θύελλα και Ορμή»), Σίλλερ, Γκαίτε, κ.ά. Ρομαντικοί Γάλλοι συγγραφείς: Βίκτωρ Ουγκό, Λαμαρτίν, Σατομπριάν, κ.ά.
 Εκτός από τη λογοτεχνία, ο ρομαντισμός επηρέασε και τις άλλες τέχνες, όπως τη ζωγραφική(Ντελακρουά, Ζερικώ, Τέρνερ, Φρίντριχ, κ.ά.) και τη μουσική (Μπετόβεν, Μπερλιόζ, Σοπέν, Λιστ, Βέρντι, Μέντελσον, Βάγκνερ, κ.ά.).
Ο ρομαντισμός εκδηλώθηκε ως αντίδραση στον ορθολογισμό του διαφωτισμού και αποτέλεσε έκφραση της απελευθέρωσης της φαντασίας και των προσωπικών συναισθημάτων.
Ο ρομαντισμός ξεφεύγει από τα πλαίσια της τέχνης και διαμορφώνει μια στάση ζωής.
Τα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού

Ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται κυρίως από
-την άρνηση του ορθολογικού πνεύματος του διαφωτισμού και την αμφισβήτηση της τυποποίησης του κλασικισμού,
- τη στροφή προς την αδέσμευτη, μερικές φορές αχαλίνωτη, φαντασία και το συναίσθημα,
-το απόλυτο, το συγκινησιακό, το ιδανικό και το υπερβολικό ελκύουν τον ρομαντικό καλλιτέχνη.
-την επιστροφή στη φύση και το παρελθόν,
-από διάθεση απαισιοδοξίας και μελαγχολίας καθώς και νοσταλγία για τα περασμένα,
- την τάση για το παράδοξο, το υπερφυσικό και το εξωτικό, το μυστηριώδες, το όνειρο, το ασαφές και το συγκεχυμένο.

 Ως προς τη μορφή και τα εκφραστικά μέσα, τα ρομαντικά κείμενα χαρακτηρίζονται από
- ελευθερία στη μορφή, ποικίλα εκφραστικά μέσα και κυρίως δυνατές εικόνες,
-από έντονο ρυθμό,
-συνήθως έχουν στροφές, μέτρο και ομοιοκαταληξία.

Ως προς τη θεματογραφία, οι ρομαντικοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση
-στην έκφραση προσωπικών συναισθημάτων του «εγώ» του ήρωα ή του δημιουργού,
-στην προσωπική εμπειρία της φύσης,
- στο θεό και τη θρησκευτικότητα,
-στις περιπέτειες, στον ηρωισμό και στους αγώνες για την ελευθερία,
-στον έρωτα που συνήθως παρουσιάζεται εξιδανικευμένος, μελαγχολικός, ανολοκλήρωτος και καταδικασμένος,
-στο θάνατο και το πένθος,
-σε θέματα από τους μεσαιωνικούς ευρωπαϊκούς θρύλους (π.χ. οι ιστορίες του ιππότη Λάνσελοτ και του βασιλιά Αρθούρου), την παράδοση και την εθνική ιστορία των λαών,
-σε υποβλητικά σκηνικά, όπως τα νυχτερινά φεγγαρόλουστα τοπία, σκιερά δάση, μυστηριώδεις λίμνες και ποτάμια, θάλασσα, άνεμος, ομίχλη, φυσικά τοπία σ’ όλες τις εποχές του χρόνου, τα ερείπια και οι αρχαιολογικοί χώροι, τα νεκροταφεία και οι τάφοι.

Για τον ελληνικό ρομαντισμό
-Ο ελληνικός ρομαντισμός εκφράστηκε από τους Φαναριώτες ή τη λεγόμενη Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή κατά την περίοδο 1830-1880.
-Οι Φαναριώτες, οι οποίοι κατάγονταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, είχαν γαλλική παιδεία και εισάγουν στη νεοελληνική λογοτεχνία τη λόγια (καθαρεύουσα) γλώσσα και το ρομαντισμό.

-Ο ελληνικός ρομαντισμός έχει τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αλλά διαμορφώνει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
- στροφή προς το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, αλλά και το πρόσφατο, πατριωτική έξαρση και υμνολογία για τον ηρωικό αγώνα εναντίον των Τούρκων,
-μελαγχολική διάθεση και απαισιοδοξία, θέματα πένθους και θανάτου που φθάνουν στην υπερβολή,
- χρήση της καθαρεύουσας,
-ψυχρότητα,
- ύφος ρητορικό, πομπώδες και στόμφος που σήμερα ενοχλεί.

Εκπρόσωποι του ελληνικού ρομαντισμού: Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Γεώργιος Ζαλοκώστας, Θεόδωρος Ορφανίδης, Ιωάννης Καρασούτσας, Σπυρίδων Βασιλειάδης, Δημοσθένης Βαλαβάνης, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Αχιλλέας Παράσχος, κάποια ποιήματα του Γεωργίου Βιζυηνού, κ.ά.

Επισήμανση: Δεν χρησιμοποιούν πάντα την καθαρεύουσα. Μερικές φορές γράφουν και σε δημοτική.

Θεωρείται ότι ο ρομαντισμός εισβάλλει στη νεοελληνική λογοτεχνία με το πολύστιχο δραματικό ποίημα (είναι θεατρικό κείμενο με διαλόγους) του Παναγιώτη Σούτσου Οδοιπόρος (1831).

Προσοχή!
 Στοιχεία ρομαντισμού μπορούμε να βρούμε και στην ποίηση ορισμένων ποιητών της Επτανησιακής Σχολής, όπως είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Σ’ αυτούς μάλιστα τους ποιητές έχουμε υγιή και γόνιμη έκφραση των ρομαντικών στοιχείων.
  
 Ο ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ είναι ένα κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το ρομαντισμό. Το νέο λογοτεχνικό κίνημα θα διατηρήσει τη σημασία του για τρεις περίπου δεκαετίες ( 1.850 – 1.880 ) και σιγά σιγά θα εξαπλωθεί σε μερικές ακόμη χώρες.
   Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι, με τον παρνασσισμό, η ποίηση επανέρχεται σε μια ισορροπία. Από την άποψη αυτή, συνιστά ένα είδος νεο-κλασικισμού, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εποχή του, αλλά δεν είχε μεγάλη διάρκεια ή συνέχεια.
Τα χαρακτηριστικά του παρνασσισμού, λοιπόν, είναι τα εξής:
1. η πιστότητα
2. η ρεαλιστική αναπαράσταση
3. η απάθεια
4. η απουσία της υπερβολής συναισθημάτων
5. η στατικότητα
6. οι ακριβής περιγραφές
7. η επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων
8. η απόλυτη τελειότητα
9. η απόλυτη πειθαρχία
10. η άντληση των θεμάτων του από την αρχαιότητα.
Ο ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
   Γενικότερα, ο παρνασσισμός αποτελεί ένα λογοτεχνικό κίνημα που έχει ως πυρήνα την πειθαρχία του συναισθήματος, την ακρίβεια της περιγραφής και την τελειότητα της μορφής. Ωστόσο, αυτά του χαρακτηριστικά γίνονται πιο αισθητά στο χώρο όπου πρωτοεμφανίστηκε.  Από την μια μεριά, ο γαλλικός παρνασσισμός αποτελεί αντίδραση του ρομαντικού κινήματος, ενώ περιέχει κλασικιστικά στοιχεία. Κατ' αυτόν τον τρόπο, πραγματοποιείται η επαναφορά ισορροπίας μετά το συναισθηματικό και πολύ συχνά αρρωστημένο ξέσπασμα του ρομαντισμού, εφόσον διαθέτει ρεαλιστική διάθεση.
   Από την άλλη μεριά, όμως, ο νεοελληνικός παρνασσισμός δεν έχει ως απώτερο σκοπό να αποδώσει τόσο μεγάλο βαθμό απάθειας, αλλά λειτουργεί προσπαθώντας να εξισορροπήσει την τόσο έντονη διαφορά ανάμεσα στο ρομαντικό κίνημα και αυτό του παρνασσισμού. Σε αντίθεση με το παρνασσιστικό κίνημα στο χώρο της Γαλλίας και, κατ' επέκταση, ολόκληρης της Ευρώπης, στα πλαίσια του ελλαδικού χώρου και της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο παρνασσισμός εμφανίστηκε με ένα ύφος αντιτιθέμενο στο στόμφο και στη ρητορεία του αθηναϊκού ρομαντισμού. Παρόλα αυτά, ο νεοελληνικός παρνασσισμός δεν υιοθετεί δουλικά κάθε χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κινήματος, καθώς δεν περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι διαθέτει στοιχεία που δεν αποσκοπούν στην επίτευξη υπερβολικής απάθειας, όπως ακριβώς συνέβαινε στο εξωτερικό. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μια στροφή προς τη φύση και τον ειδυλλιακό επαρχιακό χώρο, στους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού.
   Στην Ελλάδα συναντάται ως μία ισορρόπηση ανάμεσα στον ξέφρενο συναισθηματισμό της προηγούμενης περιόδου, του ρομαντισμού, και τις επιρροές της απόλυτης απάθειας που πρέσβευε το κίνημα στη Γαλλία. Ως αποτέλεσμα, γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα σ' αυτά τα εντελώς αντίθετα και ακραία λογοτεχνικά κινήματα που το ένα διαδέχθηκε το άλλο, με σκοπό να αντιτεθεί το δεύτερο στη θέση του πρώτου, ενώ για να τη σύνθεση κι των δύο, για να βρεθεί μια γραμμή ισορροπίας, χρειάστηκε ο νεοελληνικός παρνασσισμός που άντλησε τα καλύτερα χαρακτηριστικά κι από τις δύο περιόδους.

ΑΙΣΘΗΤΙΣΜΟΣ

Καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με επίκεντρο την Αγγλία. Η λέξη α. που επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αι., σήμαινε την αποκλειστική αφοσίωση στην ομορφιά και μάλιστα όπως αυτή βρίσκεται στην τέχνη και σε οτιδήποτε άλλο ελκυστικό στον κόσμο γύρω μας. Η αφοσίωση αυτή συνοδευόταν από την ισχυρή πεποίθηση για τη σπουδαιότητα της ομορφιάς σε σχέση και σε αντίθεση προς τις άλλες αξίες. Πρώτη σημαντική εκδήλωση του ρεύματος αυτού ήταν η προσπάθεια των Άγγλων ζωγράφων Μιλέ, Χαντ και Ροσέτι να επαναφέρουν τις καθαρές μορφές και τις πιστές απομιμήσεις της φύσης, που χαρακτήριζαν τους ζωγράφους πριν από τον Ραφαήλ (1855). Τις νέες ιδέες που μέσα σε τριάντα χρόνια είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους, ακολούθησαν πολλοί διάσημοι ποιητές, κριτικοί και ζωγράφοι, όπως ο Σουίμπουρν, ο Γ. Πάτερ, ο Όσκαρ Γουάιλντ κ.ά.  Στη δεκαετία όμως του 1890-1900 η καλλιτεχνική αυτή σχολή έχασε την ισχύ της.

«Μπορούμε να ορίσουμε τον ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ ως την τέχνη που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα, όχι όμως με την άμεση περιγραφή τους ούτε προσδιορίζοντάς τα με φανερές παρομοιώσεις ή με συγκεκριμένες εικόνες, αλλά με την υποβολή αυτών των ιδεών και συναισθημάτων, με την ανασύνταξή τους στο νου του αναγνώστη, ανασύνταξη που χρησιμοποιεί σύμβολα που δεν επεξηγούνται […]. Αυτή όμως είναι μια μόνο όψη του Συμβολισμού, η προσωπική όψη, θα λέγαμε, που παραμένει στο ανθρώπινο επίπεδο. Υπάρχει μια δεύτερη όψη που συχνά ονομάζεται “υπερβατικός Συμβολισμός”, στην οποία συγκεκριμένες εικόνες χρησιμοποιούνται όχι ως σύμβολα των προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων του ποιητή, αλλά ως σύμβολα ενός ιδεατού κόσμου, απέραντου και γενικού, του οποίου ατελή μόνο απεικόνιση αποτελεί η πραγματικότητα. […] Μία από τις αρχές του Συμβολισμού, του υπερβατικού αλλά και του ανθρώπινου, που βοηθά στον ακριβέστερο ορισμό του, ήταν η εξίσωση της ποίησης με τη μουσική κατά προτίμηση, αντί για την εξίσωση της ποίησης με τη γλυπτική ή με τη ζωγραφική που ήταν διαδομένη στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γαλλία […]. Εξαιτίας αυτής της επιθυμίας για τη ρευστότητα της μουσικής, η συμβολική ποίηση συχνά αρνήθηκε να υπακούσει στους αυστηρούς κανόνες της μετρικής, πού, παρά τις προηγούμενες επαναστατικές απόπειρες των ρομαντικών ποιητών, κυριαρχούσαν ακόμα στη Γαλλία.
Το είδος και ο βαθμός της ελευθερίας ποικίλλει, φυσικά, ανάλογα με το άτομο — ο πρώτος από τους συμβολιστές, ο Baudelaire, δεν ήταν μεγάλος νεωτεριστής και ο Verlaine δεν τόλμησε να προχωρήσει πέρα από τον “ελευθερωμένο στίχο” —“vers liberιs”— ως τον “ελεύθερο στίχο” —“vers libres”. Ο Rimbaud, όμως, σύντομα ξεπέρασε αυτές τις διστακτικές προσπάθειες για την απελευθέρωση της γαλλικής ποίησης από τα δεσμά των παραδοσιακών προτύπων της ρίμας και του ρυθμού και υιοθέτησε τη μορφή του πεζού ποιήματος. Όσο για τον Mallarmι, μολονότι φαίνεται να κινείται στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια, στην πραγματικότητα είναι, με τον παράδοξα διακριτικό τρόπο του, τόσο επαναστατικός όσο και ο Rimbaud και στους τελευταίους μήνες της ζωής του, το 1898, έγραψε το Un Coup de Des (Μια Ριξιά Ζαριών) (Oeuvres Completes: 455-477), την πρωτοτυπία του οποίου δεν μπόρεσε να φτάσει κανένα άλλο γραπτό από τότε. Μπορούμε τελικά να πούμε ότι ο Συμβολισμός ήταν μια προσπάθεια να διεισδύσει μέσα και πέρα από την πραγματικότητα σ’ έναν κόσμο ιδεών, είτε των ιδεών και των συναισθημάτων του ίδιου του ποιητή είτε των ιδεών με την πλατωνική σημασία που αποτελούν έναν τέλειο υπερφυσικό κόσμο στον οποίο αποβλέπει ο άνθρωπος. Με σκοπό να προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια της πραγματικότητας, γίνεται συχνά μια συγχώνευση των εικόνων, ένα είδος στερεοσκοπικής εντύπωσης, ώστε να δοθεί μία τρίτη διάσταση. Μεγάλη έμφαση δίνεται επίσης στη μουσική ιδιότητα της ποίησης.
[…] Ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε την επιρροή του Συμβολισμού στην πιο ξεκάθαρη μορφή της (αν και η έννοια του συμβολιστικού μυθιστορήματος δεν έχει μεγάλη πέραση στους ιστορικούς της λογοτεχνίας) είναι, πάντως, ο Marcel Proust, που από το 1913 ως το 1922 έγραφε το μακρύ και βασικά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Α la Recherche du Temps Perdu (Αναζητώντας το χαμένο χρόνο) που, καθώς υποδηλώνει και ο τίτλος, θέλει να προχωρήσει πέρα από την πραγματικότητα σε αναζήτηση ενός κόσμου ιδανικού. […] Παρόλα αυτά, ο πόθος της απόδρασης από την πραγματικότητα ήδη έπαιρνε άλλη μορφή κατά τα χρόνια που ο Proust αργά και περίτεχνα συνέθετε το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.
Ορισμένοι συγγραφείς με αρχηγό τους τον Andrι Breton είχαν διακρίνει στον Συμβολισμό μια σύγκρουση ανάμεσα στην ανυπόμονη μεγαλοφυΐα του Arthur Rimbaud, που υποστήριζε ότι ο ποιητής πρέπει να αφήνει τις σκέψεις του να ξεσπούν ανεξέλεγκτες και ελεύθερες, και στην υπομονετική μεγαλοφυΐα του Mallarmι και του μαθητή του Valιry που τόνιζαν τη ζωτική σημασία του νου, ο οποίος ελέγχει και κατευθύνει την έμπνευση. Ο Breton και οι οπαδοί του προτίμησαν την προσέγγιση του Rimbaud, που ήταν και εκείνη του Lautreamont, και αυτοί οι δύο συμβολιστές αποτέλεσαν τις κύριες πηγές του σουρεαλιστικού κινήματος, που από το 1920 έγινε ο καινούριος πόλος έλξης για όσους ήθελαν να προχωρήσουν πέρα από την πραγματικότητα.
Αλλά ο Σουρεαλισμός διαχωρίζεται σαφώς από τον Συμβολισμό, όχι μόνο γιατί δίνει έμφαση στα μέσα και όχι στους σκοπούς, στη χρήση εξωλογικών μεθόδων και όχι στη φύση της υπερπραγματικότητας που κατακτά, αλλά και για τη σύνδεσή του με τη ζωγραφική αντί με τη μουσική, καθώς η ζωγραφική έχει ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με τη λογοτεχνία, αφού η ζωγραφική φανερά προσφέρεται περισσότερο στην εφαρμογή του είδους των αρχών στις οποίες βασιζόταν ο Σουρεαλισμός».

Το περιεχόμενο του Συμβολισμού — η σχέση του με τη μουσική
«Κανείς δεν ημπορεί να μην παραδεχθεί ότι οι ενδείξεις που λήγουν σε -ισμός, όταν τις χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής, ημπορούν αντί για σαφήνεια να δημιουργήσουν στενότητα της προοπτικής θεωρήσεως και σύγχυση. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο παρουσιάζεται με τη χρησιμοποίηση του όρου “Συμβολισμός”. Η γλωσσική συνήθεια της εποχής μας έχει δώσει στον όρο τούτο πολυποίκιλες σημασίες. Μιλούμε για Συμβολισμό χρησιμοποιούμενο στην επιστήμη, τη θρησκεία, την τέχνη. Τα σύμβολα τα χρησιμοποιεί ο επιστημονικός λογισμός, η δογματική θεολογική σκέψη, η αρχαϊκή νοοτροπία και η εκφραστική διατύπωση του ποιητικού λόγου και των λοιπών ποιητικών εκδηλώσεων. Ημπορεί να γίνει λόγος για έναν γενικότατα εννοούμενο συμβολισμό και να αναζητηθούν οι κατηγορίες των συμβολικών εκφραστικών μορφών. […] Στη λογοτεχνική ορολογία, ο Συμβολισμός αποτελεί ένδειξη αναφερόμενη στην ποιητική κίνηση που παρουσιάζεται στη Γαλλία κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Η ποιητική δημιουργία του S. Mallarmι (1842-1898) και του Ρ. Verlaine (1844-1898) αποτελεί το αποκορύφωμα της συμβολικής ποιητικής σχολής. Εκείνος, όμως, που τους ετοίμασε το δρόμο ήταν ο C. Baudelaire (1821- 1867). Για μακρινότερο πρόγονό τους πρέπει να αναφέρομε χωρίς δισταγμό τον ιδιότυπο Αμερικανό ποιητή Πόε με την επίδραση που είχε ασκήσει στο πνεύμα του Baudelaire. Σήμερα, πια, ο Συμβολισμός αποτελεί ποιητική τεχνοτροπία που ανήκει στο παρελθόν. Έχομε πάρει απέναντί του τη χρονική απόσταση που μας επιτρέπει να εμβαθύνομε με απροκατάληπτη σκέψη στο νόημά του, στην επίδρασή του και στην αξία του.
[…] Θέτομε το ερώτημα: ποια είναι τα γνωρίσματα που ξεχωρίζουν τον Συμβολισμό από τις άλλες ποιητικές τεχνοτροπίες; Οι ίδιοι οι συμβολιστές εύρισκαν ότι το διακριτικό εξαιρετικό προτέρημα που ξεχώριζε την ποιητική τους παραγωγή ήταν η μουσικότητα. Πρώτος στη Γαλλία, ο Baudelaire θέλησε να πραγματοποιήσει με τον ποιητικό λόγο επιτεύγματα που μόνο η μουσική έχει τη δυνατότητα να μας χαρίσει. Στην προσπάθειά του αυτή ευρήκε μιμητές τον Mallarmι και τους λοιπούς συμβολιστές. Έτσι, πια, το αίτημα που θεωρεί χρέος του να πραγματοποιήσει ο ποιητής είναι η παραγωγή συγκινησιακών καταστάσεων που έχουν χαρακτηριστικά ανάλογα με τις συγκινήσεις που δημιουργούνται από τη μουσική. Ανατρέχοντας στην εσωτερική μας εμπειρία, εύκολο είναι να πληροφορηθούμε ποιο είναι το γνώρισμα που χαρακτηρίζει τις από την επενέργεια της μουσικής προκαλούμενες συγκινησιακές καταστάσεις. Οι συγκινήσεις του είδους αυτού έχουν το χαρακτηριστικό της αμεσότητος. […] Μια ανάλογη αμεσότητα προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν οι οπαδοί του Συμβολισμού στην περιοχή του ποιητικού λόγου. Τα εννοιολογικά περιεχόμενα, και γενικότερα οι ιδέες, φανερό είναι ότι δεν έχουν αυτό το χαρακτηριστικό της αμεσότητος. Για να διαμορφωθούν, χρειάζεται να παρεμβληθεί η ενέργεια του διανοητικού λογισμού.
Επειδή ο διανοητικός λογισμός δεν ημπορεί να συνυπάρξει με τις άμεσα αισθητές συγκινήσεις, λογικό ήταν να φθάσουν οι συμβολιστές στο συμπέρασμα ότι για να εξασφαλισθεί η μουσικότητα του ποιήματος, έπρεπε να συσταλεί στο ελάχιστο το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Η αφηρημένη ιδέα είχε, είπαν οι συμβολιστές, αυθαίρετα εισχωρήσει στην περιοχή του ποιητικού λόγου και αποτελούσε στοιχείο ασυμβίβαστο προς τη μουσικότητα του ποιήματος. Το χρέος της αληθινής ποιήσεως είναι να απαλλαγεί από την επίδραση του εννοιολογικού στοχασμού. […] Τα αντικείμενα αντιπροσωπευμένα από τις λεκτικές ονομασίες τους μεταμορφώνονται σε δηλώματα εσωτερικών καταστάσεων. Τα αισθησιακά σύμβολα μας αποκαλύπτουν τα εσωτερικά κινήματα της ψυχής. Η λειτουργία του συμβόλου συνίσταται στο ότι δίνει υπόσταση σε ορισμένες εσωτερικές καταστάσεις της ψυχικής μας συνειδήσεως. Με τη χρήση των συμβόλων, ο νεκρός κόσμος των αισθητών αντικειμένων διαποτίζεται από ψυχικό περιεχόμενο. Ο ακίνητος κόσμος της αισθητής πραγματικότητας παίρνει τη ροϊκότητα του ψυχικού βιώματος. […]
Εκείνο που θέλει να κατορθώσει ο ποιητικός συμβολισμός είναι να προκαλέσει ειδικής μορφής συγκινησιακή κατάσταση, να πραγματοποιήσει την αισθητική απόλαυση που ο ποιητικός λόγος έχει τη δύναμη να μας χαρίσει με τη χρησιμοποίηση του συμβόλου. […] Μέσα σε κάθε συμβολική μορφή περιέχεται ένα πνευματικό νόημα που μας ανοίγει αμέσως το δρόμο για να επικοινωνήσουμε με κάτι που ευρίσκεται σε μια περιοχή που κείται έξω από τα αισθησιακά δεδομένα. […] Ο προσδιορισμός της εννοίας του συμβόλου ημπορεί να μας δώσει το κλειδί για να κατανοήσομε την ουσία του ποιητικού λόγου […]. Το ιδιότυπο χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου είναι ότι έχει μια ιδιαίτερη μορφολογική διάταξη που τον ξεχωρίζει από τον λόγο τον χρησιμοποιούμενο στην καθημερινή συνομιλία. Ο μη ποιητικός λόγος έχει για επιδίωξή του τη συνεννόηση. Ο ποιητικός λόγος δεν παύει, βέβαια, να εξυπηρετεί και τον σκοπό αυτό. Κάθε ποιητική σύνθεση πρέπει να είναι κατανοητή, να έχει ένα περιεχόμενο που να ημπορεί να κατανοηθεί. Αλλά η κυριότερη επιδίωξή του είναι να λειτουργήσει ως σύμβολο ικανό να έχει μετοχή στη δραστηριότητα του πνεύματος. […] Γι’ αυτό οι εκφραστικές μορφές του ποιητικού λόγου έχουν πάντοτε μια δισημότητα. Ανήκουν και στην αισθητή και στη νοητή, άμεσα όμως εποπτευόμενη, νοητή περιοχή. Η φυσιογνωμία τους συνδυάζει την εγκοσμιότητα με την υπερβατικότητα, δίνει την άποψη του απέραντου μέσα σε πεπερασμένες μορφές.
Τη συμβολική λειτουργία του ποιητικού λόγου την επρόσεξε και την ύψωσε σε δόγμα της η σχολή των συμβολιστών. Το ποίημα γι’ αυτούς είναι ένα μέσο που μας απελευθερώνει από τη δέσμευση στην αντιπνευματική πεζότητα της καθημερινής ζωής. […]
Καμιά από τις ποιητικές σχολές δεν εχρησιμοποίησε με τόση αποκλειστικότητα και επιτυχία το γλωσσικό υλικό για τη δημιουργία ποιητικών συγκινήσεων, όπως οι συμβολιστές. Γι’ αυτούς η ποιητική συγκίνηση πρέπει να πηγάζει μόνο από τη χρησιμοποίηση των μέσων που θέτει στη διάθεσή μας η γλώσσα. Δεν επιτρέπεται να επιστρατεύσουμε τις ιδέες ούτε να εκμεταλλευθούμε τις ευκολίες που θα μας έδιναν τα μεγάλα ποιητικά θέματα. Εργάζονται οι συμβολιστές αποκλειστικά με τα ηχητικά, μελωδικά και σημασιολογικά στοιχεία της γλώσσας. Εξοστρακίζουν από την ποίησή τους κάθε διδακτικό και αφηρημένο περιεχόμενο. Προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ποίηση ανόθευτη και καθαρή από ετερογενή και παρασιτικά στοιχεία. Αρκούνται στη συγκίνηση που είναι ικανή να τους δώσει η γλώσσα ως εκφραστικό όργανο. Η φανατική τους προσήλωση στην καθαρότητα του ποιητικού βιώματος τους φέρνει πλησίον προς τη θεώρηση των αισθητικών φαινομένων, όπως την είχε εισηγηθεί ο Γερμανός φιλόσοφος Kant. […] Οι συμβολιστές απαραίτητο στοιχείο για την τελείωση της ποιητικής δημιουργίας εθεωρούσαν τη μουσικότητα, θα ήταν όμως παρεξήγηση αν ενομίζαμε ότι έκαναν το λάθος να παραγνωρίζουν τη διαφορά που χωρίζει την ποίηση από τη μουσική. Το σωματικό στρώμα της ποιήσεως παρουσιάζει στοιχεία που απαντάμε και στη μουσική […]».
Οι Έλληνες συμβολιστές
«Ο μεσοπόλεμος ήταν μια περίοδος αληθινά γόνιμη για τη λογοτεχνία μας και ιδιαίτερα σημαντική για την κατοπινή της πορεία. Ίσαμε τότε, λίγο ως πολύ, η λογοτεχνική μας παράδοση ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση. […] Εκείνο τον καιρό, ανάμεσα στα 1910 και στα 1920, κάνει την εμφάνισή της μια ομάδα ποιητών, με διαφορά μιας περίπου δεκαετίας αναμεταξύ τους, φέρνοντας έναν εντελώς άγνωστο ίσαμε την ώρα τόνο. Ήδη πριν από το 1910, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Σικελιανό, τον Βάρναλη και τον Αυγέρη, είχαν παρουσιαστεί, αδιαμόρφωτοι ακόμα: ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Φώτος Γιοφύλλης και τελευταίοι, με τα εντελώς πρωτόλειά τους, ο Κώστας Ουράνης κι ο Λευτέρης Αλεξίου, για ν’ ακολουθήσουν στη συνέχεια μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια: ο Κλέων Παράσχος, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Κ.Γ. Καρυωτάκης, ο Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, ο Τέλλος Άγρας, ο Κωστής Βελμύρας, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Γ. Σταυρόπουλος, που μαζί με κάποιους πιο καθυστερημένους στην εμφάνιση δίνουν μιαν αποφασιστική στροφή στην ποιητική μας παράδοση και γίνονται οι φορείς της “νέας ευαισθησίας’’.
Οι ποιητές αυτοί, βέβαια, ούτε έχουν απόλυτη κι αδιατάρακτη ομοιογένεια στο σύνολό τους ούτε προωθήθηκαν όλοι τελικά στον ίδιο βαθμό. Οπωσδήποτε όμως, αν εξαιρέσουμε τον άνισο και ακαταστάλακτο Φώτο Γιοφύλλη, που διακυμάνθηκε από τους παλαιοπαραδοσιακούς τρόπους ως τον πιο επιδεικτικό κι επιφανειακό μοντερνισμό, πριν καταλήξει στην άγονη συντήρηση […], οι υπόλοιποι κινούνται σε ενιαίο κλίμα, εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, ώστε να δημιουργούν σχολή: την αθηναϊκή σχολή τον Νεορρομαντισμού και του Νεοσυμβολισμού. Πρώτα ο Φιλύρας, ο Λαπαθιώτης κι ο Ουράνης, έπειτα ο Κλέων Παράσχος, ο Καρυωτάκης, ο Μπουφίδης, ο Άγρας, ο Παπανικολάου, κατόπιν μερικοί απ’ όσους παρουσιάστηκαν ύστερα από το 1920 έρχονται, ο ένας μετά τον άλλο, να πυκνώσουν τις τάξεις της και να ταράξουν την ορθοδοξία της παράδοσης, ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, σπάζοντας την ως εκείνη τη στιγμή λογοκρατική αντίληψη και προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις νέες τάσεις και τη μεγάλη στροφή που έμελλε ν’ ακολουθήσει.
Πρόκειται για μια αλλαγή γλώσσας και κλίματος, που φέρνει τους τελευταίους τούτους ανανεωτές του παραδοσιακού στίχου σε αισθητή αντίθεση με το παλαιοπαραδοσιακό πνεύμα. Η τέχνη τους εκφράζει μια γενική κόπωση και απαισιοδοξία, συνδυασμένη με την αίσθηση του ανικανοποίητου και του αδιέξοδου. Κλείνεται στο απομονωμένο άτομο και υψώνει “τείχη”, βρίσκει τόνους αβρούς για να τραγουδήσει τη φθορά, καταφεύγει στη μνήμη και στην ομορφιά ή κραυγάζει από απόγνωση και απιστία. Άλλωστε, δεν μπορεί κανένας πλατύτερος πνευματικός ορίζοντας να τους ανοιχτεί και να τους τραβήξει. Δεν υπάρχει ούτε κι η πίστη για μια οποιαδήποτε αντίσταση. Υπάρχει μονάχα η αίσθηση, μαζί με μιαν αξεδίψαστη περιπάθεια, — κι όσο τα ερεθίσματα διατηρούν τη γοητεία τους, η ποίηση γι’ αυτούς είναι ένα μελαγχολικό καταφύγιο […].
Την ίδια εποχή, καθώς είδαμε, μα και κάμποσα χρόνια πριν αρχίσουν οι νεορρομαντικοί κι οι νεοσυμβολιστές να δημιουργούν το κλίμα της “νέας ευαισθησίας”, έγραφε στην Αλεξάνδρεια ο Καβάφης. Η απόσταση, χωρίς άλλο, είναι αρκετή —πάντως, όχι μεγαλύτερη απ’ όση μεσολαβεί από την Αλεξάνδρεια ως την Αθήνα. Η διαφορά τους δεν είναι διαφορά πνεύματος, αλλά κλίματος. Η αίσθηση της φθοράς, το απομονωμένο άτομο, η απουσία πίστης και ιδανικών αποτελούν γνωρίσματα κοινά ή περίπου κοινά. Και των δύο το πνεύμα είναι πνεύμα παρακμής. Και των δύο η ποίηση είναι πιο πολύ ποίηση σιωπής παρά λόγου.
Η σύμπτωση δεν ήρθε τυχαία. Όταν ο λόγος έμεινε χωρίς έρεισμα κι άρχισε να φθείρεται από τη στενή προστριβή του με τα πράγματα και τα “ηχηρά παρόμοια”, η ποίηση, για να εκφραστεί, αναγκάστηκε να καταφύγει στη σιωπή και στην υποβολή. Ίσαμε τότε, έβγαινε από το λόγο. Τώρα, αρχίζει να βγαίνει από τα πράγματα. Η παλαιότερη θεματογραφία στηριζόταν στην κεντρική ιδέα του ποιήματος, στην έξαρση του ποιητή και στη συγκίνηση που δημιουργούσε ο λόγος. Εδώ, όλα αυτά υποχωρούν, για να προβληθεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πραγμάτων και των αισθημάτων, και το παλιό ποιητικό θέμα εξατμίζεται ή γίνεται περισσότερο πεζογραφικό. Ο λόγος, αντί να παρουσιάζει και να μεγεθύνει, προτιμάει να σημαίνει μόνο και να υποβάλλει. Τέτοια η ποίηση του Καβάφη, τέτοια και των ποιητών της νεορρομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής.
Τι είναι, ωστόσο, αυτό πού χωρίζει τον Καβάφη από τους Αθηναίους παρακμίες, και τι κάνει άραγε την ποίησή τους τόσο διαφορετική; Ο ίδιος ο Καβάφης, σε μια συνομιλία του με τον Γιώργο Θεοτοκά, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα στους “ποιητάς των Αθηνών”, όπως τους έλεγε, είχε καθορίσει μόνος του τη διαφορά: “Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!”. Κι αληθινά, ο Ρομαντισμός αποτελεί μια απ’ τις πιο βασικές αντιθέσεις ανάμεσά τους. Είναι η διαφορά του κλίματος που αντιδιαστέλλει τη νοοτροπία της Αθήνας από τη νοοτροπία της Αλεξάνδρειας και τοποθετεί τους νεώτερους τούτους ρομαντικούς στην τελευταία φάση μιας παράδοσης, αρχινισμένης κάπου εκατό χρόνια πριν.
[…] Με τους νεορρομαντικούς και τους νεοσυμβολιστές επιχειρείται πιο οργανωμένα και πιο επίσημα η μεταφύτευση των ξένων ρευμάτων. […] Η ποίησή τους αποτελεί μια περίεργη διασταύρωση της καβαφικής πολιτείας με τη ρομαντική Αθήνα, που επέτυχε χάρη στη μεσολάβηση του γαλλικού συμβολισμού και των ευρωπαίων esthetes του περασμένου αιώνα ή των αρχών του δικού μας. Ο Ρομαντισμός και η επιστροφή στο παρελθόν, ο εκλεκτικισμός κι η λεπταισθησία, η απαισιοδοξία, ο Συμβολισμός κι ο Αισθητισμός, ο κοσμοπολιτισμός, η τάση της φυγής και η στροφή προς τα πράγματα και τα αισθητά είναι τα κυριότερα γνωρίσματά τους.
Ωστόσο, εκτός απ’ τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχολής και μαζί με τη “νέα ευαισθησία” και την εκφραστική ανανέωση, οι ποιητές αυτοί έφερναν και κάτι άλλο, αρκετά σπάνιο ως εκείνη την ώρα: την ειλικρίνεια του βιώματος και την αίσθηση του απτού γεγονότος, συνδυάζοντας την κουρασμένη ρομαντική διάθεση με μιαν αμεσότερη και λεπτότερη γεύση των πραγμάτων — κι από την άποψη τούτη, η προσφορά τους παρουσιάζει απόλυτη συνέπεια. Όλοι τους ή σχεδόν όλοι τους είχαν συνταυτίσει τη ζωή τους με την τέχνη τους, πράμα που το πλήρωσαν ακριβά. Κι αν περιορίστηκαν στην ατομική τους περιπέτεια, με τη γνησιότητα της φωνής τους, χωρίς να το επιδιώξουν, κατάληξαν τελικά να δώσουνε μιαν ανθρώπινη υπόθεση.
Κάποτε, οι ποιητές σκηνοθετούσαν δυστυχίες, για να γράφουν. Αυτοί, αντίθετα, κυνηγούσαν τη μέθη και τη συγκίνηση, για να ζουν πιο έντονα, και κατάντησαν να γράφουν από απελπισία. Μπορεί, βέβαια, να μην ήταν τα μεγάλα ποιητικά αναστήματα του πρόσφατου παρελθόντος, έστω κι αν απ’ ανάμεσά τους ξεπήδησε μια τόσο καίρια και δραματική κραυγή σαν του Καρυωτάκη. Αλλά τέτοιες παρουσίες δεν τις ευνοούσε ούτε η ιστορική στιγμή ούτε η γύρω πραγματικότητα. Κι από τη φύση τους όμως, ήταν ξένοι προς την κίνηση της μεγάλης γραμμής — και τούτο στάθηκε άλλος ένας απ’ τους βασικούς παράγοντες της μοναδικότητάς τους».

Στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στην Ευρώπη ένα νέο πνευματικό κίνημα, ο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ (modernismo), το οποίο είχε ως στόχο την ανανέωση σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, τις επιστήμες, αλλά και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Ο όρος «μοντερνισμός» έχει λατινική προέλευση: modo (=μόλις τώρα, πρόσφατα: αφαιρετική του modus= τρόπος). «Μοντέρνο» γενικά είναι το σύγχρονο, το καινοφανές, ενώ μοντέρνο ποίημα θεωρείται εκείνο που έχει ελεύθερο στίχο, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο και ιδιαίτερα σκοτεινό, υπαινικτικό περιεχόμενο (Βαγενάς 1994: 26).
Ο Μοντερνισμός αμφισβήτησε τις καθιερωμένες λογοτεχνικές συμβάσεις και έδειξε διάθεση πειραματισμού για νέες μορφές. Στην ποίηση, ο Μοντερνισμός εκδηλώνεται με την άρνηση των παραδοσιακών κανόνων. Οι στίχοι απελευθερώνονται από μετρικές ή άλλες δεσμεύσεις, ακόμα και από τη γραμματική, το συντακτικό και τα σημεία στίξης. Αφθονούν τα σύμβολα, οι εικόνες και οι μεταφορές. Το περίτεχνο ύφος των συμβολιστικών ποιημάτων υποχωρεί και ο λόγος αποκτά απλότητα, πυκνότητα, ελλειπτικότητα και συντομία. Σε συνδυασμό με την επίδραση της ψυχανάλυσης και την απελευθέρωση της φαντασίας και του ονείρου, η γραφή γίνεται συνειρμική, υπαινικτική και πολύσημη. Ο Μοντερνισμός έστρεψε την προσοχή του στις ρίζες της παράδοσης και έδωσε έμφαση στη συμβολική έκφραση των προσωπικών συγκινήσεων, στην ανανέωση της μορφής και τη δυναμική των λέξεων.
Η στροφή προς το παρελθόν, ιδιαίτερα στην κλασική αρχαιότητα, οδήγησε τους μοντερνιστές στη χρήση του μύθου για να εκφράσουν συμβολικά καταστάσεις και συναισθήματα. Τον μύθο αξιοποιούσαν και τα ρεύματα του Κλασικισμού, του Παρνασσισμού και του Συμβολισμού, αλλά με απόλυτη πιστότητα προς τα πρόσωπα και τις ιστορίες, ενώ ο Μοντερνισμός τον χρησιμοποιεί με τρόπο δραματικό: ο μύθος, δηλαδή, προσαρμόζεται στην εποχή και την περίσταση προσφέροντας στον ποιητή το κατάλληλο «προσωπείο» για να διατυπώσει την εμπειρία του, κοινή ή προσωπική.

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ (η λέξη αποτελεί μετάφραση της γαλλικής surrealisme) υπήρξε φιλολογική, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση που ως σκοπό είχε την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή (στην ποίηση) ή την παράσταση (στην τέχνη) των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων χωρίς την επέμβαση της λογικής. Παράλληλα, ο υπερρεαλισμός απέβλεπε και στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Ιδρυτής του υπήρξε ο Αντρέ Μπρετόν, που ήταν γιατρός και ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση. Το 1924 έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη διακήρυξη (μανιφέστο) για τον υπερρεαλισμό, που αφού ρίζωσε στη Γαλλία, εξαπλώθηκε κατόπι και στις υπόλοιπες χώρες. Η επίδρασή του ήταν κυρίως αισθητή στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τον κινηματογράφο, καθώς και στην τέχνη της διακόσμησης και της διαφήμισης. Μόνο η μουσική και ο χορός δεν επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό. Πολλοί υπερρεαλιστές (ανάμεσά τους κατατάσσονται και οι Έλληνες) περιόρισαν τους στόχους του κινήματος μόνο στο χώρο της ποίησης και της τέχνη. Ο Μπρετόν όμως και πολλοί άλλοι επηρεάστηκαν από το Μαρξισμό και διεύρυναν τους στόχους του υπερρεαλισμού. Συνοψίζοντας τις αρχές και των δύο παραπάνω τάσεων, μπορούμε να πούμε ότι ο υπερρεαλισμός 1)διακήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης και 2) )στράφηκε ενάντια σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής ή κοινωνικής τάξης.
Τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν κυρίως η αυτόματη γραφή και η καταγραφή των ονείρων∙ οι πειραματισμοί όμως αυτοί δεν απέδωσαν, γιατί και στις δύο περιπτώσεις η παρέμβαση της λογικής ήταν αναπόφευκτη.
Τελικά, ο υπερρεαλισμός θα καταφύγει σε δύο βασικούς παράγοντες, την τέχνη και το υποσυνείδητο∙ όταν δηλαδή ο υπερρεαλιστής ποιητής γράφει, αφήνει το μηχανισμό της τύχης να προσδιορίσει τη μορφή του έργου του. Το ποίημα δηλαδή γράφεται χωρίς προκαθορισμένο στόχο, κάτω από την επίδραση του υποσυνειδήτου, που είναι από τη φύση του φευγαλέο και δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις. Για τον υπερρεαλιστή ποιητή οι λέξεις είναι αυτόνομες και ελεύθερες. Η δύναμη και η ορμή τους βρίσκονται κυρίως στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους, συνδυαζόμενες μεταξύ τους χωρίς να υπακούουν σε ορθολογικούς νόμους. (Η ανάγνωση των παραπάνω να συνδυαστεί με τη μελέτη των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου που, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, προσπάθησε με την ποίησή του να δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις κι οι λέξεις του, όταν συνδυαστούν μεταξύ τους, δεν υπακούουν πάντοτε σε ορθολογικούς νόμους).
Γενικά, ο υπερρεαλισμός υπήρξε το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό κίνημα του μεσοπολέμου, που επηρέασε πολύ τη νεότερη ποίηση. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η νεότερη ελληνική ποίηση δεν επηρεάστηκε μόνο από τον υπερρεαλισμό, αλλά και από το συμβολισμό. Από τη γενιά του ’30, που ανανέωσε την ελληνική ποίηση, ακραιφνείς υπερρεαλιστές είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος∙ ο Οδυσσέας Ελύτης, επίσης, επηρεάστηκε πολύ από τον υπερρεαλισμό. Αντίθετα, η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη κι άλλων ποιητών, δέχτηκε την επίδραση του συμβολισμού. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αγνόησαν τα διδάγματα του υπερρεαλισμού∙ ως ένα βαθμό, ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής έχει επηρεάσει και τη δική τους ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου