Αν δεν κατανοείς τη νεανική αργκό, έχεις χάσει το παιχνίδι
της τάξης. Χρόνο με το χρόνο νέες εκφράσεις αναφύονται, νεολογισμοί ενίοτε
πρωτότυποι, ενίοτε " πατάτες", γλωσσικά υβρίδια, greeklish ,
γλωσσικά εκτρώματα. Απ' όλα έχει ο μπαξές!
Η νεανικη αργκό ή slang, είναι ένας κώδικας επικοινωνίας που
χρησιμοποιείται από τους νέους ή από κλειστές κοινωνικές ομάδες και
περιλαμβάνει μη τυπικές μορφές της γλώσσας. Με την εξάπλωση των μέσων μαζικής
επικοινωνίας έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται από την πλειοψηφία των ομιλητών
της γλώσσας, κυρίως στον προφορικό άτυπο λόγο. Χαρακτηρίζεται από την
γλωσσοπλασία και την ευρηματικότητα. Εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί χυδαία
καθώς χρησιμοποιεί αρκετούς υβριστικούς χαρακτηρισμούς.
Δείγματα νεανικής αργκό:
- Τι παίχτηκε , ρε κολλητέ, στο πάρτι του Μάκη;
- Μούφα το πάρτι , αλλά είχε 2-3 πιπίνια που παίζανε.
- Μούφα το πάρτι , αλλά είχε 2-3 πιπίνια που παίζανε.
- Τελικά σου’ κατσε καμιά φάση;
- Ε, την έπεσα σ’ ένα, στην ψύχρα, αλλά μ’ έφτυσε και ξενέρωσα!
- Έφαγες ήττα μεγάλε! Και μετά;
- Μετά πλακώθηκα στα ξίδια κι έγινα γκολ…Εσύ δεν έσκασες μύτη, γιατί;
- Την είχα δει τη δουλειά ότι θα είναι κλάιν μάιν και την άραξα σπίτι να διαβάσω και λιγάκι γιατί έχω φάει πακέτο με αυτές τις εξετάσεις.
- Καλά ξηγήθηκες, άντε τσάγια τώρα. Πάω να φάω κάτι να στανιάρω.
- Ε, την έπεσα σ’ ένα, στην ψύχρα, αλλά μ’ έφτυσε και ξενέρωσα!
- Έφαγες ήττα μεγάλε! Και μετά;
- Μετά πλακώθηκα στα ξίδια κι έγινα γκολ…Εσύ δεν έσκασες μύτη, γιατί;
- Την είχα δει τη δουλειά ότι θα είναι κλάιν μάιν και την άραξα σπίτι να διαβάσω και λιγάκι γιατί έχω φάει πακέτο με αυτές τις εξετάσεις.
- Καλά ξηγήθηκες, άντε τσάγια τώρα. Πάω να φάω κάτι να στανιάρω.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΝΕΑΝΙΚΗΣ ΑΡΓΚΟ
άκυρος = άσχετος, ακατάλληλος, π.χ. Η
Νικολέτα συνέχεια λέει άκυρα. Χτες εγώ της έλεγα για την μάνα μου και αυτή μου
έλεγε για το σκύλο της.
αλοιφή έγινα αλοιφή = μέθυσα (συνώνυμες εκφράσεις:
έγινα λιώμα/κουρούμπελο κ.τ.λ,) π.χ. Άστα, χτες το βράδυ τα πίναμε με
την παρέα και έγινα αλοιφή. Δεν έβρισκα το δρόμο να γυρίσω σπίτι.
αργάμιση = σε απροσδιόριστη ώρα αλλά αρκετά
αργά, π.χ. —Πάμε μια βόλτα αργάμιση; —Δηλαδή; —Μετά τις δώδεκα.
—Αααα! ΟΚ.
αστέρι = τέλειος (συνώνυμες εκφράσεις: μπόμπα, ψώνιο,
ζόρικο), π.χ. Είναι και πολύ μπόμπα η τύπισσα! Είναι καταπληκτική!
αφασία = 1. είναι αδιάφορος, 2. μάγκας, έξυπνος, με
χιούμορ,π.χ. Αυτός ο τύπος είναι πολύ αφασία. Όλοι θέλουν να τον κάνουν
παρέα!
αφήνω κάγκελο = αφήνω άφωνο, π.χ. Αυτό που
μου είπε η Ελένη με άφησε κάγκελο. Δεν το πίστευα!
γαμάτος = τέλειος, π.χ. Αυτό το τζιν είναι
και πολύ γαμάτο! Τέλειο!
γατόνι = πονηρός, π.χ. Αυτός τα πιάνει όλα
στον αέρα, είναι και πολύ γατόνι.
γίνομαι μπίλιες = τσακώνομαι
άσχημα, π.χ. Εχτές, όπως βγήκα από το σπίτι, είδα δυο που τσακώνονταν
και είχαν γίνει μπίλιες.
γίνομαι ρόμπα = γίνομαι ρεζίλι, π.χ. Έγινε
ρόμπα, επειδή του κατέβασαν το παντελόνι.
δε λέει = δεν είναι καλό, π.χ. Το γλυκό αυτό
δε λέει! Είναι χάλια! Δεν τρώγεται!
δεν μασάω = δεν το πιστεύω, π.χ. Αυτά που
λένε δεν τα μασάω.
δεν παίζεται/είναι άπαιχτο = το καλύτερο,
ασυναγώνιστο,π.χ. Αυτός ο άνθρωπος δεν παίζεται! Είναι άπαιχτος!
δεν την παλεύει / δεν παλεύεται = δεν μπορώ,
αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση, π.χ. Δεν την παλεύω άλλο! Θα
φύγω!
δεν της το ‘χα = δεν την είχα ικανή για
κάτι, π.χ. Έκανε αυτό που σου είπε! Έλα ρε, δεν της το ‘χα!
δεν τρέχει τσάι = δεν τρέχει κάτι, δηλαδή δεν συμβαίνει
τίποτα, π.χ. Δεν τρέχει τσάι ανάμεσα σε εμένα και τη Μαρία!
δεν υπάρχει = απίστευτο, υπέροχο, καταπληκτικό (έκφραση
θαυμασμού), π.χ. Αυτό το αμάξι δεν υπάρχει!
έγραψε = θα μείνει στην ιστορία, π.χ. Αυτό
που είπε ο Γιώργος έγραψε!
είναι για πολλές σφαλιάρες = πρέπει να ξυπνήσει, είναι
ανόητος, π.χ. Ο Παναγιώτης είναι για πολλές σφαλιάρες!
είσαι για φορμάτ (format) = τα έχεις χάσει, έχεις
μπλοκάρει, π.χ. Κάποια παιδιά είναι για format! Δεν πάνε καθόλου
καλά!
έφαγα χι / έριξα χι = με απόρριψαν,
απορρίφθηκα, π.χ. Έφαγα χι από τον Μιχάλη! Μου το είπε ξεκάθαρα, δε με
θέλει!
και γαμώ = είναι τέλειο (έκφραση
θαυμασμού), π.χ. Το τραγούδι που μου έστειλες είναι και γαμώ τα
τραγούδια. Τέλειο!
και καλά = δήθεν, π.χ. Μου είπε –και καλά–
ότι δεν με σκέφτεται!
και πολύ = μεγάλος, σπουδαίος, π.χ. Αυτός ο
άνθρωπος είναι και πολύ γόης! Ο καλύτερος!
καις κάρβουνο = είσαι αργός στην σκέψη, δεν είσαι
εύστροφος, π.χ. Ρε Αναστασία, καις κάρβουνο όταν προσπαθείς να λύσεις
μαθηματικά!
καμία σχέση = τίποτα από αυτό, το εντελώς
αντίθετο, π.χ.Δεν έχει καμία σχέση αυτό που μου είπε με αυτό που είπα εγώ.
καρφώνομαι = κοιτάζω κάπου έντονα και
επίμονα, π.χ. Βρε Χριστίνα, καρφώνεσαι τόσο πολύ που έχει καταλάβει
όλο το σχολείο ποιος σου αρέσει!
κόβω κίνηση = παρατηρώ, π.χ. Κάθε μέρα κόβω
κίνηση τι γίνεται στο προαύλιο!
κόβω λάσπη = φεύγω, απομακρύνομαι από κάτι ή
κάποιον,π.χ. Φίλε, κόβω λάσπη από εδώ. Δεν αντέχω άλλο!
κρανιώνομαι = νευριάζω, εκνευρίζομαι (από το «τα παίρνω
στο κρανίο»), π.χ. Μου την είπε ο πατέρας μου και κρανιώθηκα!
λαπάς = που τον κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν, π.χ. Ο
Γιώργος είναι πολύ λαπάς! Όλοι τον έχουν για παιχνίδι!
μας την πέσανε = μας επιτέθηκαν, π.χ. Μας την
πέσανε οι μπάτσοι και γίναμε καπνός!
ματσό < ματσωμένος = (αποκοπή συλλαβών)
πλούσιος, π.χ.Από ό,τι βλέπω εδώ κυκλοφορούν πολλά ματσό άτομα! Είναι πανάκριβο
το μαγαζί!
μένω στην απ’ έξω = δεν συμμετέχω, π.χ. Εγώ
πάλι έμεινα απ’ έξω από την παρέα της αδερφής μου!
μέσα είσαι! = σωστά το κατάλαβες, π.χ. Καλά
δεν το πιστεύω, είσαι μέσα στο νόημα!
μεταλλάς = αυτός που ακούει μουσική
χέβι-μέταλ, π.χ. Ο Γιώργος είναι πολύ μεταλλάς! Έχει γεμίσει και το
δωμάτιό του αφίσες με μεταλλάδες!
μου τη βιδώνει = νευριάζω, π.χ. Μου τη
βιδώνει όταν κάποιος δεν με ακούει όταν του μιλάω!
μου την είπε = μου έκανε παρατήρηση, π.χ. Μου
την είπε χοντρά που άργησα στο ραντεβού αλλά και εγώ του το ανταπόδωσα λέγοντας
ότι αυτός έρχεται συνέχεια καθυστερημένος!
μούφα = ψεύτικο, π.χ. Αυτά που πουλάνε οι
Κινέζοι είναι μούφα! Ψεύτικα!
μπαλότσα = άσχημη και χοντρή γυναίκα, π.χ. Αυτή
η κοπέλα είναι μπαλότσα! Δεν βλέπεται! ΕΛΕΟΣ!!!
μπιρόνι = μπύρα, π.χ. «Φέρε μου ένα μπιρόνι»,
είπε ο Γιώργος στο σερβιτόρο της μπιραρίας.
νταουνιάζομαι = καταθλίβομαι, π.χ. Άσε,
χώρισαν οι γονείς μου και έχω νταουνιαστεί.
ξιδάκιας = κάποιος που πίνει πολύ, π.χ. Έλα
ρε ξιδάκια, πάμε να φύγουμε, έχεις πιει τον άμπακα.
οριτζιναλιά = αυθεντικότητα, π.χ. Πήγε και
αγόρασε ένα ρολόι υποτίθεται μάρκας αλλά δεν ήταν οριτζιναλιά.
ούζο = ούφο, ζώο, χαζός, π.χ. Δεν απάντησε σε
καμία ερώτηση. Εντελώς ούζο το παιδί!
ούτε με σφαίρες = αποκλείεται, π.χ. Ούτε με
σφαίρες δεν έρχομαι εκεί πέρα.
παθαίνω φρίκη = τρελαίνομαι, π.χ. Μόλις τη
βλέπω με τον άλλο, παθαίνω φρίκη.
πετάω χαρταετό = βαριέμαι, π.χ. Χτες
πέταγα όλη τη μέρα χαρταετό! Δεν είχα να διαβάσω γιατί σήμερα θα πηγαίναμε
εκδρομή.
πήζουν τα γάλατα = σοβαρεύουν τα
πράγματα, π.χ. Αυτή τη βδομάδα γράφω τρία διαγωνίσματα. Πήζουν τα
γάλατα από εδώ και πέρα.
πουλάω μούρη = κάνω επίδειξη /
φιγούρα, π.χ. Επειδή έγινε πλούσιος, άρχισε να μας πουλάει μούρη.
πρόκας / καρφί = προδότης, π.χ. Τελικά ο
Κώστας ήταν ο πρόκας που τα είπε όλα στον καθηγητή.
ρούχλας = τεμπέλης, μούχλας, π.χ. Φίλε, είσαι
και πολύ ρούχλας.
σκάλωσα = κόλλησα, δυσκολεύτηκα (συν. τρώω
σκάλωμα),π.χ. Έχω φάει σκάλωμα με τον Γιώργο.
σκάω μύτη = φτάνω, εμφανίζομαι, π.χ. Και εκεί
που μιλούσαν κρυφά για εμένα, σκάω μύτη και γίνεται χαμός.
σπάστηκα = νευρίασα, μου χάλασε το
κέφι, π.χ. Μου μίλησε άσχημα ο πατέρας μου και σπάστηκα.
στόκος = ανόητος, όχι εύστροφος, π.χ. Ο
Οδυσσέας είναι στόκος.
τα 'χεις παίξει = έχεις κουραστεί, έχεις
εξαντληθεί, π.χ. Τα 'χω παίξει από το πολύ διάβασμα.
τα είδα όλα = τρόμαξα,
σοκαρίστηκα, π.χ. Έπεσα από το ποδήλατο και τα είδα όλα.
τα παίρνω στο κρανίο = νευριάζω, π.χ. Όταν η
αδελφή μου ψάχνει το δωμάτιό μου, τα παίρνω στο κρανίο.
τα χώνω = οργίζομαι και μιλάω
έντονα, π.χ. Έσπασα το παράθυρο και η μάνα μου μου τα 'χωσε.
τζάμι /τζιτζί = τέλεια, πολύ ωραία, π.χ. Πήγα
σε ένα κλαμπ πολύ τζάμι!
την έχω στο περίμενε = κρατώ σε
αναμονή, π.χ. Την Μαρίνα την έχω στο περίμενε, δεν της έχω δώσει
ακόμα απάντηση.
την είδα = παριστάνω ότι είμαι
σπουδαίος, π.χ. Πώς την είδες τώρα; Επειδή πήρες ένα εικοσάρι, θα μας
το παίξεις και έξυπνος;
την ψάχνω = αναζητώ κάτι, π.χ. Άσε, μην την
ψάχνεις. Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση και λύση δεν υπάρχει.
την κάνω = φεύγω, π.χ. Παιδιά, την κάνω.
Πρέπει να πάω σπίτι. Έχουμε γιορτή.
τι παίζει σήμερα; = τι θα κάνουμε, τι θα συμβεί
σήμερα; π.χ.Τι παίζει σήμερα, καφεδάκι ή ποτό;
το 'χει κάψει, είναι καμένος = έχει κολλήσει με
κάτι, π.χ.Ο αδελφός μου έχει κολλήσει με το playstation και το έχει κάψει.
Δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.
το άτομο είναι γκάου = δεν ξέρει τι του γίνεται.
το έχω! = μπορώ, είναι μέσα στις δυνατότητες
μου, π.χ. «Το έχω!» φώναξε η Μαρία, μόλις είδε τα θέματα στο
διαγώνισμα. Απ’ όσο κατάλαβα έχει γράψει 20.
το πήρα το fax = πήρα το μήνυμα,
κατάλαβα, π.χ. Το πήρα το φαξ, μάνα! Δεν ξαναπάω εκεί.
τραβάω λούκι = αντιμετωπίζω μεγάλο
πρόβλημα, π.χ.Παιδιά, αφήστε! Τραβάω μεγάλο λούκι με τον πατέρα μου. Με
έδιωξε από το σπίτι.
τρώω πακέτο = μου ήρθε έκπληξη, π.χ. Έφαγα
πακέτο χτες, μόλις είδα ότι οι γονείς μου επέστρεψαν γρηγορότερα από το ταξίδι.
τσάγεια = άντε μπάι, άντε γεια, π.χ. Τσάγια,
παιδιά, θα τα πούμε αύριο στο σχολείο.
φρικάρω = σοκάρομαι, εκπλήσσομαι και εκνευρίζομαι, χάνω
την ψυχραιμία μου, π.χ. Μόλις την είδα φρίκαρα! Πώς κουρεύτηκε έτσι;
Τρόμαξα.
φρικιό / φρίκουλας = είναι χάλια, π.χ. Καλά,
αυτός ο Μιχάλης είναι μεγάλο φρικιό. Είναι σαν ζόμπι! Κακάσχημος.
φυτούκλας /σπασίκλας = πολύ έξυπνος, καλός μαθητής
(υποτιμητικός χαρακτηρισμός), π.χ. - Φυτούκλα! – Καλά, ρε φίλε, μη
μου τη λες έτσι. Ένα 20 έγραψα στα Μαθηματικά.
Χελόου; [Hello?] = τι κάνεις εκεί; (λέξη για να
τραβήξουμε την προσοχή κάποιου που φαίνεται αφηρημένος και δεν μας δίνει
σημασία), π.χ. Χελόου; Είσαι εδώ, Τάκη;
χλίδα < χλιδή = υπερπολυτελής
ζωή, π.χ. Θέλω μια ζωή μέσα στη χλίδα. Δεν μπορώ να ζω στο
παλιοκάλυβο.
χλομό το κόβω = είναι δύσκολο να
γίνει, π.χ. Χλομό το κόβω! Δεν θα με αφήσουν να έρθω!
χτυπάω μπιέλα = βαριέμαι, π.χ. Παιδιά, χτυπάω
μπιέλα. Κάθε μέρα τα ίδια.
ψάρι = εύπιστος, αγαθός, ανόητος
άνθρωπος, π.χ. Η Γιάννα είναι μεγάλο ψάρι, γιατί μόλις της είπα χτες
ότι είδα τον Σάκη, το πίστεψε κι άρχισε να ουρλιάζει.
ψιλοξενέρωτος = βαρετός, π.χ. Η Γιώτα είναι
ψιλοξενέρωτη! Της είπα χτες να πάμε σε ένα μπαράκι και είπε ότι είχε δουλειά.
ψιλοπανικάουα = πανικοβλήθηκα, π.χ. Χτες
μόλις είδα τον πατέρα μου έπαθα ψιλοπανικάουα. Έλεγα ότι θα ερχόταν στο δωμάτιο
μου.
οκ. Τόσα πράγματα μαθαίνουμε, ας μάθουμε και τη γλώσσα των παιδιών μας, να μπορούμε να συνεννοηθούμε τουλάχιστον:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια και καλή Κυριακή!